του Γιώργου Μαντζούρα
(Γράφθηκε στις αρχές Σεπτεμβρίου 2010)
Τον τελευταίο χρόνο η χώρα μας, έχοντας την οικονομία της στην κόψη του ξυραφιού εξ’ αιτίας αφ’ενός των χρόνιων διαρθρωτικών και δημοσιονομικών προβλημάτων της που κανείς πρωθυπουργός δεν είχε την τόλμη να αντιμετωπίσει ριζικά (και που η ίδια η κοινωνία δεν είχε την τόλμη ούτε καν να παραδεχθεί), αφ’ ετέρου λόγω της σφοδρότατης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, βρέθηκε αντιμέτωπη με τον άμεσο φόβο της λεγόμενης «χρεοκοπίας».
Μία σειρά τραγικά λανθασμένων χειρισμών της νέας κυβέρνησης, οδήγησαν την κατάσταση σε ουσιαστική αδυναμία δανεισμού (καθώς τα επιτόκια από 4% το Φθινόπωρο του ’09 εξακοντίστηκαν πάνω από το 10% τον Απρίλιο του 2010, κι έκτοτε παραμένουν σε δυσθεώρητα ύψη).
Εν μέσω του πανικού που η κατάσταση αυτή δημιούργησε (στην ίδια την κυβέρνηση πρωτίστως), οδηγηθήκαμε στην υπογραφή μίας συμφωνίας «διάσωσης» με ιδιαίτερα επαχθείς όρους και με ουσιαστική εκχώρηση της οικονομικής μας πολιτικής σε ξένες «προστάτιδες» δυνάμεις.
Η συμφωνία αυτή που ονομάζουμε «μνημόνιο» υποτίθεται ότι εξασφαλίζει στην Ελλάδα –με το αζημίωτο για τους δανειστές- τα απαραίτητα δανειακά κεφάλαια που η χώρα χρειάζεται για τα επόμενα 3 χρόνια, αλλά πέραν αυτού κι υπό την εποπτεία του ΔΝΤ και της Ε.Ε επιβάλει σκληρές διαρθρωτικές αλλαγές κι αιματηρή λιτότητα, με στόχο την επαναφορά της ελληνικής οικονομίας «στον ίσιο δρόμο» που θα εξασφαλίσει την μελλοντική ανταγωνιστικότητα και ανάπτυξη, ή –κατά τους δύσπιστους- στο δρόμο που εξασφαλίζει ότι οι δανειστές θα πάρουν πίσω τα χρήματά τους και τους υψηλούς τους τόκους με κάθε θυσία (για τους Έλληνες πολίτες).
Πόσο πιθανό είναι τελικά να λειτουργήσει υπέρ μας αυτό το σχέδιο; Τι μας εξασφαλίζει η πολιτική που υπαγορεύει το «μνημόνιο» ΠΑΣΟΚ-Τρόϊκας; Τι θα γίνει το τεράστιο κρατικό μας χρέος που υποτίθεται ότι επέβαλε ως «μονόδρομο» το μνημόνιο με τους επαχθείς –κατά τον ίδιο τον Πρωθυπουργό- όρους του;
Έχοντας ως δεδομένο (εφόσον το αναγνωρίζουν βάση υπολογισμών τους και τα ίδια τα στελέχη του ΔΝΤ) ότι στο τέλος του 2012 που λήγει η διάρκεια του «μνημονίου» το δημόσιο χρέος της χώρας μας θα προσεγγίζει ή και θα ξεπερνάει το 150% του Α.Ε.Π από 115,4% που ήταν το 2009, έχοντας ως δεδομένο επίσης ότι οι δαπάνες εξυπηρέτησης χρέους και τόκων θα είναι ολοένα και πιο δυσβάστακτες (ενδεικτικά: μόνο για το επόμενο έτος 2011 θα είναι πάνω από 40 δις Ευρώ, όταν οι –υποτίθεται «υπέρογκες»- δαπάνες μισθοδοσίας του δημοσίου θα είναι περί τα 11 δις), τότε αναρωτιέται εύλογα κανείς: Πόσο περισσότερες περικοπές μισθών και συντάξεων, πόσος ακόμη στραγγαλισμός της οικονομίας με την συνεχή πτώση της καταναλωτικής ζήτησης και την συνεχώς αυξανόμενη φορολογία μπορεί να χρηματοδοτήσει αυτή την αχόρταγη «μαύρη τρύπα» του χρέους;
Είναι λοιπόν ολοφάνερο πιά ότι ο έως τώρα ακολουθούμενος τρόπος εξόδου από την κρίση με ευαγγέλιο το «μνημόνιο» είναι όχι μόνο κοινωνικά καταστροφικός αλλά και δημοσιονομικά αδιέξοδος.
Με λίγα λόγια: ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΤΟ να εξυπηρετηθεί το δημόσιο χρέος μας στο ύψος που βρίσκεται σήμερα με τις γνωστές αντοχές της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας αλλά ακόμη και υπό τις ευνοϊκότερες μεσο-μακροπρόθεσμες προοπτικές που θα μπορούσαν υποθετικά να υπάρξουν.
Συνεπώς δεν μπορεί να υπάρξει καμία ρεαλιστική λύση εξόδου από την κρίση, αν πρώτα δεν απαλλαγούμε από τον αβάσταχτο βρόγχο των τόκων και τοκοχρεολυσίων που υποχρεούμαστε να καταβάλουμε ετησίως, δηλαδή δεν μπορεί να υπάρξει λύση που να μη ξεκινά από αναδιαπραγμάτευση και αναδιάρθρωση ποσών, επιτοκίων και χρονικής διάρκειας αποπληρωμής του χρέους μας.
Θα πρέπει εδώ, να λάβουμε υπόψιν μας τα παρακάτω στοιχεία:
Α. Το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών κρατικών ομολόγων που κατείχαν οι Ελληνικές τράπεζες έχει αγορασθεί (για την ακρίβεια κρατήθηκε ως «εγγύηση») από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (Ε.Κ.Τ.) για χορήγηση δανειακής ρευστότητας προς τις ελληνικές τράπεζες.
Β. Έως σήμερα η Ε.Κ.Τ έχει αγοράσει (και συνεχίζει) πάνω από το 30% των ελληνικών ομολόγων που κατείχαν οι Ευρωπαϊκές τράπεζες (κυρίως Γαλλικές, Γερμανικές και Ελβετικές) και μάλιστα σε τιμές αρκετά κάτω της ονομαστικής αξίας τους.
Αυτό σημαίνει ότι ΔΕΝ υπάρχει μεγάλος κίνδυνος κλυδωνισμού του Ελληνικού και του Ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος στην περίπτωση αναδιάρθρωσης του Ελληνικού χρέους, καθώς η Ε.Κ.Τ θα επωμιστεί το μεγαλύτερο οικονομικό βάρος «σβήνοντας» μέρος της αξίας από τα Ελληνικά ομόλογα που κατέχει.
Αυτό πρακτικά θα ισοδυναμούσε με έμμεση «εκτύπωση» χρήματος από την Ε.Κ.Τ. κάτι που ενώ το απαγορεύει ο κανονισμός της, θεωρείται όμως από πολλούς οικονομολόγους ως απαραίτητο για το ξεπέρασμα της Ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης με την έμμεση αύξηση της ρευστότητας στην αγορά (κάτι που συστηματικά πράττει η Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα F.E.D, έχοντας τυπώσει τρισεκατομμύρια δολάρια τα τελευταία 2 έτη με θετικά αποτελέσματα στην Αμερικανική Οικονομία και στην ανταγωνιστικότητα των αμερικάνικων προϊόντων), επιπλέον δε, με τον τρόπο αυτό η Ε.Κ.Τ. θα έριχνε την αξία του Ευρώ βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών προϊόντων.
Εναλλακτικά κι εφόσον δεν αποδειχθεί εφικτή η παραπάνω λύση συμφωνίας με την Ε.Κ.Τ, η Ελληνική κυβέρνηση μπορεί πλέον να διαπραγματευθεί (αφού πρώτα απαρνηθεί το μνημόνιο που ...απαγορεύει κάτι τέτοιο!) με δική της αποκλειστικά πρωτοβουλία το «κούρεμα» του χρέους, τα επιτόκια και τη διάρκεια της αποπληρωμής αυτού, απευθείας με όλους τους βασικούς κατόχους των κρατικών μας ομολόγων, οι οποίοι έχοντας ήδη κερδίσει πολλά τα προηγούμενα χρόνια από τα υψηλά επιτόκια, δεν θα υποστούν κρίσιμες απώλειες στα κέρδη τους, κι ούτως ή άλλως επενδύοντας στα ομόλογά μας με υψηλότατα επιτόκια έχουν αναλάβει και το ρίσκο αδυναμίας αποπληρωμής από την εκδίδουσα χώρα.
Μία τέτοια αναδιάρθρωση του χρέους μας (που άλλωστε οι αγορές θεωρούν δεδομένη για τα επόμενα έτη από τη λήξη του «μνημονίου» γι’ αυτό και τα ασφάλιστρα κινδύνου και τα επιτόκια -spreads- παραμένουν στα ύψη) θα έριχνε στη συνέχεια σε φυσιολογικά επίπεδα τα spreads δανεισμού της χώρας μας, καθώς αυτό που τώρα φοβούνται (την αναδιάρθρωση του χρέους μας που θα τους ζημιώσει) θα έχει πλέον συμβεί.
Ίσως φαίνεται παράδοξο, αλλά θα είναι οι ίδιοι αυτοί οι «ζημιωμένοι» επενδυτές που θα σπεύσουν να μας ξαναδανείσουν μετά την αναδιάρθρωση, μιας και η οικονομία μας θα κάνει ένα νέο ξεκίνημα απαλλαγμένη από το αβάστακτο φορτίο του προηγούμενου χρέους και θα είναι πλέον σε θέση να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της προς τις νέες δανειακές της συμβάσεις, οι οποίες βέβαια θα είναι και πολύ χαμηλότερες, καθότι το μεγαλύτερο μέρος των δανείων μας (από την εποχή που ο Ανδρέας Παπανδρέου ανέβασε το χρέος πάνω από το 100% του ΑΕΠ) κατευθύνεται στην αναχρηματοδότηση των τόκων και τοκοχρεολυσίων των παλαιότερων δανείων.
Παραδείγματα αναδιαπραγμάτευσης των κρατικών χρεών έχουμε πάρα πολλά από την διεθνή αλλά και ελληνική ιστορία. Πρόσφατο και ιδιαίτερα επιτυχημένο παράδειγμα αποτελεί αυτό του Ντουμπάϊ.
Εφόσον λοιπόν το χρέος μας θα έχει αναδιαρθρωθεί, θα μπορέσουν να σταματήσουν οι καταστροφικές περικοπές δαπανών που ζούμε σήμερα, ώστε να τονωθεί και πάλι η ζήτηση και να αναθερμανθεί η ιδιωτική οικονομία της χώρας που αυτή τη στιγμή βυθίζεται σε μία πρωτοφανή ύφεση.
Η αύξηση των φορολογικών εσόδων που θα επέφερε η αναζωογόνηση του ιδιωτικού τομέα σε συνδυασμό με τα πολύ μικρότερα τοκοχρεολύσια και τόκους στον προϋπολογισμό ως συνέπεια από την αναδιάρθρωση του χρέους, θα οδηγούσαν σταδιακά και στην «πολυπόθητη» μείωση του ελλείμματος .
Αφού λοιπόν έχουμε προχωρήσει στην αναδιάρθρωση του χρέους μας, θα μπορούμε πλέον ρεαλιστικά να μιλάμε για σοβαρές διαρθρωτικές αλλαγές:
Πρώτη και βασικότερη θα πρέπει να είναι η ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑ σε όλα τα επίπεδα, με πραγματικά ίσες ευκαιρίες για άτομα και επιχειρήσεις, κάτι που συνεπάγεται αυτονόητα και τη μείωση της διαφθοράς.
Η μείωση των άμεσων φόρων προς τις επιχειρήσεις (περισσότερο για όσες επενδύουν και προσλαμβάνουν προσωπικό) και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών (που σήμερα αποτελούν αντικίνητρο για προσλήψεις).
Η μείωση της γραφειοκρατίας και
ένας αναπτυξιακός νόμος ορθά στοχευμένος προς τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας (με φοροαπαλλαγές κι επιδότηση επιτοκίου αντί αλόγιστων επιδοτήσεων),
θα αποτελούσαν μια σοβαρή προσπάθεια βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας.
Η επιχειρούμενη σήμερα βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσου της βίαιης μείωσης του εργασιακού κόστους είναι αδιέξοδη, (καθώς δίπλα μας θα εξακολουθούν να υπάρχουν χώρες με ημερομίσθια στο 1/3 των ελληνικών) αλλά και καταστροφική οικονομικά λόγω της μείωσης της ζήτησης.
Επιπλέον, η αξιοποίηση της απαξιωμένης ως τώρα δημόσιας περιουσίας μας με μακροχρόνιες μισθώσεις (και όχι ξεπούλημα) μπορεί να αποτελέσει μία σημαντική επιπρόσθετη παράμετρο για την έξοδο από την κρίση, αφού ακόμη και μία ετήσια απόδοση μόλις 2% σε ένα σύνολο 300 δις περιουσίας (όπως κατά προσέγγιση υπολογίζεται σήμερα) θα απέφερε ετησίως τουλάχιστον 6 δις, περισσότερα δηλαδή από τις ετήσιες στρατιωτικές μας δαπάνες.
Επίσης η εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών (ορυκτών καυσίμων κλπ) που έως σήμερα έμειναν ανεκμετάλλευτες για διάφορους λόγους (κυρίως πολιτικής και εθνικής υποτέλειας έναντι ξένων δυνάμεων), θα έδινε μία σημαντική ώθηση στην οικονομία μας.
Τίποτε από αυτά όμως δεν θα είναι επαρκές, και τίποτε δεν πρόκειται να μας σώσει από την οικονομική και εθνική εξαθλίωση και διάλυση, όσο θα κουβαλάμε αδιαμαρτύρητα το σημερινό υπέρογκο δημόσιο χρέος και δεν προχωρούμε με τόλμη στην αναδιαπραγμάτευση και αναδιάρθρωσή του, απορρίπτοντας «λεόντειες» συμφωνίες δανεισμού τύπου «μνημονίου» που υποθηκεύουν τη δημόσια περιουσία μας, τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και την κοινωνική συνοχή προς όφελος των δανειστών μας και όσων «γειτόνων» σπεύσουν να εκμεταλλευθούν την ευκαιρία της σημερινής αδυναμίας μας.
Η λύση λοιπόν για την Ελλάδα υπάρχει. Και είναι πρωτίστως ΠΟΛΙΤΙΚΗ και δευτερευόντως οικονομική.
Αρκεί να βρεθεί η τόλμη που χρειάζεται, ώστε η κυβέρνηση να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα πρώτα των Ελλήνων και ύστερα των ξένων τραπεζιτών που τώρα αποκλειστικά εξυπηρετεί.
Κι αν αυτή την τόλμη δεν την έχει η κυβέρνηση, τότε θα πρέπει να την επιδείξει ο ίδιος ο πολίτης, ξυπνώντας από την τρομοκρατική παραπληροφόρηση που επί μήνες υφίσταται, βγαίνοντας στους δρόμους καθημερινά, διαδηλώνοντας έως να εισακουστεί.
Αλλιώς, θα είναι αυτός και τα παιδιά του που θα υποφέρουν με πρωτοφανή εξαθλίωση χωρίς ελπίδα, χάριν του τοκογλυφικού κέρδους των διεθνών τραπεζιτών και των πλέον παρασιτικών δυνάμεων της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης» που με το αποικιοκρατικό «μνημόνιο» βάλανε για τα καλά πόδι στην πατρίδα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου