Ιστότοπος εναλλακτικής ενημέρωσης, με σταχυολόγηση και παρουσίαση αξιοπρόσεκτων ειδήσεων και απόψεων.






AddThis

Bookmark and Share

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

ΒΑΣΙΛΗΣ ΘΕΟΧΑΡΑΚΗΣ: Ένας διαχρονικά μεταφυσικός δημιουργός



απο τα ΕΠΙΚΑΙΡΑ
 ΤΗΣ ΝΤΟΡΑΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ-ΡΟΓΚΑΝ *


Μεταφυσικός στην ουσία ζωγράφος είναι ο Βασίλης Θεοχαράκης, υπό την έννοια πως ό,τι κι αν απεικονίζει στα 60 χρόνια της λαμπρής, σε διεθνές επίπεδο, σταδιοδρομίας του μας εξοικειώνει με αυτό καθεαυτό το DNA του αρχικού ερεθίσματος που κέντρισε την προσοχή και τη φαντασία του. 

 

Κυρίως όμως μας εντυπωσιάζει διαρκώς με το κατεξοχήν ευρύ και σημαντικό βεληνεκές του αστείρευτου ταλέντου του.
Παρακολουθώντας τη δουλειά του εδώ και 25 χρόνια και έχοντας ανταλλάξει απόψεις όχι μόνο με Έλληνες, αλλά και με διεθνούς κύρους ξένους συναδέλφους μου που αναγνωρίζουν και εκτιμούν στο έπακρον όχι μόνο την έντονη προσωπικότητα, αλλά και την υψηλή ποιότητα της εικαστικής του γραφής, οφείλω να ομολογήσω ότι έχω, πρωτόγνωρα, εντυπωσιαστεί με την ικανότητά του όχι μόνο να διατηρεί τη δουλειά του σε μια συνεχή διαπασών –όποιο κι αν είναι το εκάστοτε θέμα–, αλλά και να εναλλάσσει τη θεματογραφία του εκ των ένδον, εξαντλώντας όσο γίνεται πιο δημιουργικά και συνάμα υπερβατικά όλες τις πτυχές της.
Ο ίδιος επισημαίνει ότι: «Ο ζωγράφος ζωγραφίζει πρωτίστως για τον εαυτό του, έτσι πιστεύω. Ο πίνακάς μου είναι έτοιμος όταν σου δίνει μια εικόνα που θα σε γεμίσει και θα σε οδηγήσει σε κάτι υπερβατικό».
«Ο Βασιλάκης», 1956.
Παθιασμένος από παιδί με τη ζωγραφική –μαθήτευσε πλάι στον Παπαλουκά (1950-1955) παράλληλα με τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών– ζωγραφίζει μέχρι σήμερα στην κυριολεξία μανιωδώς, κατορθώνοντας κάτι ιδιαίτερα σπάνιο στις μέρες μας: να ανανεώνει σε επαγωγικούς, δημιουργικούς κύκλους τη γραφή του, υπερσκελίζοντας στην κάθε περίπτωση τα κεκτημένα και ενεργοποιώντας κάθε φορά ένα νέο δυναμικό ξεκίνημα. Όμως, πάνω απ’ όλα, αυτός ο εξαιρετικά ταλαντούχος δημιουργός κατορθώνει, όποια κι αν είναι η εκάστοτε προσαρμοσμένη στο θέμα γραφή του να την περιβάλλει με τα θεμελιακά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Άμεσα αναγνωρίσιμη είναι, όντως, η έντονη και ξεχωριστή εικαστική γραφή του. Κι αυτό, είτε στο χώρο της παραστατικότητας είτε σε εκείνον της ημι-παραστατικότητας καθώς και της σχεδόν ολοκληρωτικής αφαίρεσης. Κατορθώνει, ειδικότερα, ο σημαντικός αυτός καλλιτέχνης να υποβάλλει μέσ’ από ένα παραστατικό έργο μια αφηρημένη έννοια και αντίστροφα μέσ’ από μια ημι-παραστατική μέχρι και αφηρημένη σύνθεση μια συγκεκριμένη εντύπωση. Ιδιαιτέρα δύσκολο εγχείρημα που ο Θεοχαράκης φέρει πάντοτε σε πέρας, με μια εκπληκτική άνεση και ευχέρεια. Γνωρίσματα που αξιοποιούνται μέσ’ από την υπερευαισθησία του στο χρώμα και στην εξαιρετική ποιότητα της τεχνικής.
Δουλεύοντας εξαντλητικά –καταρχάς νοερά– τα έργα του, νιώθει ενστικτωδώς εξοικειωμένος με το θέμα του και τον τρόπο που θα το χειριστεί μόλις μπει στο εργαστήρι του, όπως μας πληροφόρησε ο ίδιος: «Τα έργα μου είναι πολύπλοκα βέβαια, μόλις όμως μπω στο εργαστήρι μου αρχίζω αμέσως να ζωγραφίζω, δεν πελαγοδρομώ… Όμως, προτιμώ να ζωγραφίζω παρά να μιλώ για τη δουλειά μου». Και συνέχισε, με το απόλυτα ήρεμο, γαλήνιο ύφος του ώριμου και φιλοσοφημένου ανθρώπου: «Αυτό που με ενδιαφέρει πρώτιστα είναι να προκαλώ μέσ’ από τα έργα μου, όποιο κι αν είναι το θέμα, ένα συναίσθημα». Συναίσθημα που αποτελεί το συνδετικό ιστό ανάμεσα στα τοπία από την Ελλάδα, και ειδικότερα από το Άγιο Όρος που τον απασχόλησε έντονα σε δύο διαφορετικές φάσεις της σταδιοδρομίας του (1976-1980, 1996-1999)· τα έργα του, με θέμα τα σύννεφα· τα ελληνικά παράλια με τις χαρισματικές αντανακλάσεις στις ακουαρέλες του και τον ανεξάντλητο σε δυναμική υποθαλάσσιο κόσμο στα λάδια του· το δάσος που ανέκαθεν μάγευε τον καλλιτέχνη με την ηρεμία του και ιδιαίτερα με την έννοια του απροσπέλαστου και τους συνειρμούς που προκαλεί με την αιωνιότητα· τέλος, η θάλασσα, η μεγάλη του αγάπη, που ποτέ δεν έπαψε να τον εμπνέει και που τώρα, στη φουρτουνιασμένη της μορφή, κυριαρχεί στην τελευταία του δουλειά.
«Τοπίο του βυθού», 2002
Όντως, τα έργα του Βασίλη Θεοχαράκη διαθέτουν απ’ αρχής ένα τεράστιο δυναμικό επικοινωνίας. Γνώρισμα, στο οποίο έχει αποθησαυριστεί ο πλούσιος εσωτερικός κόσμος αυτού του πλασμένου –από τα γεννοφάσκια του– καλλιτέχνη, ο οποίος ζωγραφίζει μανιωδώς νυχθημερόν, όπου κι αν βρεθεί, και που ειδικότερα στα φοιτητικά του χρόνια διάβαζε στην Πανεπιστημιακή Λέσχη, ώστε επιστρέφοντας στο σπίτι να επιδίδεται απρόσκοπτα στη μεγάλη του αγάπη, τη ζωγραφική.
Στις προσωπογραφίες, στα τοπία, στις νεκρές φύσεις που φιλοτέχνησε τα πρώτα χρόνια της εικαστικής πορείας του (1952-1965), το ήδη ώριμο και πλούσιο σε πτυχές ταλέντο του γνωρίζει μια πρώτη διαπασών. Μια διαπασών που προαναγγέλλει την αστείρευτη σε έμπνευση και σε «δυναμική γραφής» δουλειά του μέχρι σήμερα. Τα θεμελιακά στοιχεία της εικαστικής ιδιοσυγκρασίας του καλλιτέχνη έχουν κατατεθεί και σηματοδοτούν μια συνεχή εξέλιξη στα υποβλητικά πορτρέτα –ανάμεσά τους και αυτοπροσωπογραφίες– στα τοπία από την Αττική, την Ικαρία, τη Μυτιλήνη, τις συνθέσεις με τα χρυσάνθεμα, τα γαρίφαλα, ευρηματικές προφάσεις για τα ήδη από τότε, κοσμογονικά σε υφή έργα.
«Ανθρώπινες μορφές ζωγράφιζα όταν ήμουν μαθητής του Παπαλουκά και λίγο αργότερα έχω φτιάξει αρκετές προσωπογραφίες. Δεν μπορώ να πω ότι δεν έχει ενδιαφέρον, αλλά δεν με συγκινεί τόσο πολύ. Έχω να ζωγραφίσω μια ανθρώπινη μορφή εδώ και τριάντα χρόνια», μας εκμυστηρεύτηκε ο δημιουργός.

«Μυτιλήνη», 1956.

Όμως σε αυτά ακριβώς τα πορτρέτα, ευρηματικά ψυχογραφήματα χάρη στο υποβλητικό χρώμα, τις εύγλωττες σκιάσεις, την οπτική γωνία και το πάντοτε σημαίνον «περιβάλλον», ο καλλιτέχνης έχει ήδη ενορχηστρώσει καθ’ υπέρβαση όλες τις πτυχές του ταλέντου και της γραφής του. Και πράγματι κατορθώνει με απόλυτα παραστατικά μέσα να εντοπίσει και να προβάλει τον εσωτερικό κόσμο –την αύρα– του εικονιζόμενου. Να αποκρυπτογραφήσει, δηλαδή, το πνεύμα μέσ’ από τη σάρκα. Αντίστοιχα, η φύση και γενικότερα τα τοπία της ίδιας περιόδου, όπως και οι «νεκρές» αλλά πόσο ζωντανές μέσ’ από το χρώμα «φύσεις» αντανακλούν το εσώτερο πνεύμα –το στοιχειό– που τις προικίζει με την αίσθηση του μεταφυσικού. Γνώρισμα που αποτελεί το συνδετικό κρίκο ανάμεσα σε όλα τα έργα του ζωγράφου, όποια κι αν είναι η συγκεκριμένη φάση, η θεματογραφία και η τεχνοτροπία. Τα εκκωφαντικά και πάντοτε χαρισματικά χρώματα των πρώτων πορτρέτων καθώς και του «Νυκτερινού στο Ηράκλειο Κρήτης» (1956), του «Παραμυθένιου» (1959) και των σύγχρονών του τοπίων της Ύδρας (1958) και της Αττικής (1960) θα παραχωρήσουν, γύρω στο 1963, τη θέση τους σε μια ημι-παραστατική τεχνοτροπία και μια απόλυτα λιτή παλέτα, δίχως να χάσουν –χάρη στη ρυθμικότητα του ίχνους– τίποτε από το μεταφυσικό τους παράστημα. Στη σχεδόν ολοσχερώς αφηρημένη ενότητα «Άτιτλα» (1966-1969) παίρνουμε μια γεύση κοσμογονίας που θα την ξαναδούμε σε μια άλλη εκδοχή στις «Συνθέσεις Ι-Χ» (1971-1975) και σε ένα διαρκή παροξυσμό στα εμπνευσμένα από τα στοιχεία-στοιχειά της φύσης έργα της περιόδου 1981-1986. Σε αυτά ο καλλιτέχνης έχει ενορχηστρώσει, με έναν πρωτόφαντο τρόπο που άπτεται μιας μουσικής σύνθεσης, το απόσταγμα των ερεθισμάτων του από κήπους, ρίζες, ρεματιές και πλαγιές, λιμάνια, καταιγίδες, δειλινά, ορεινά χωριά και αετοχώρια κ.ά. Αντίστοιχη είναι η προσέγγισή του στις συνθέσεις που εμπνέεται από τα σύννεφα και τις αντανακλάσεις τους. Αντανακλάσεις που αποδίδει με έναν υπερβατικό τρόπο, τόσο σε ό,τι αφορά τον ουρανό όσο και στα παιχνιδίσματα του φωτός στο θαλάσσιο στοιχείο και τις ακρογιαλιές, ιδιαίτερα στις χαρισματικές ακουαρέλες του που φιλοτεχνεί ανελλιπώς από το 1981 μέχρι σήμερα. Είτε στις συμπαγείς είτε στις πιο διάφανες μέσ’ από ηλιαχτίδες νεφώσεις (1991-1998), ο Θεοχαράκης μεγαλουργεί ή, ακόμη καλύτερα, ενορχηστρώνει ένα έπος των αντανακλάσεων. Επίλεκτο ερέθισμα για το ζωγράφο, από την αρχή κιόλας της σταδιοδρομίας του, που το συναντούμε μέχρι και σήμερα στις εμπνευσμένες αντανακλάσεις των φυλλωμάτων ενός δάσους, όπως και στον αφρό μιας τρικυμισμένης θάλασσας. Κυρίαρχο το μεταφυσικό στοιχειό, εδώ υπαγορεύει ένα μικρόκοσμο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του μακρόκοσμου. Ένα μικρόκοσμο που «οργανικά» δουλεμένος στα έργα με τα τοπία του βυθού (2000-2008) –«μου αρέσει να βλέπω τη μεγάλη μου αγάπη, τη θάλασσα, και από μέσα», μας δήλωσε χαρακτηριστικά– περιβάλλεται μια καινούρια οντότητα στα δέντρα και στις εκπληκτικές σε αντανακλάσεις, τωρινές, αφρισμένες, θάλασσες.
Πράγματι, καθώς η φύση τελεί σε ένα δίχως προηγούμενο παροξυσμό στα δάση και στις πρόσφατες τρικυμιώδεις θάλασσες, επαληθεύεται και τεκμηριώνεται στις επάλξεις η έντονη μεταφυσική κλίση του καλλιτέχνη. Κλίση που ενστικτωδώς, και όχι επιδερμικά και περίτεχνα, μας αναμεταδίδει την αυθεντική συγκίνησή του μπροστά το φυσικό-μεταφυσικό μεγαλείο. Κι αυτό, για να μας διαμηνύσει ότι πνεύμα και ύλη δεν αποτελούν παρά δύο διαφορετικές πτυχές μίας και της αυτής υπέρτατης Αλήθειας: Της υπέρτατης ενέργειας που διοικεί τα πάντα. Ανταποκρινόμενος στο έπακρον ο Θεοχαράκης στον πλατωνικό ορισμό της τέχνης –για να είναι αυθεντική, πρέπει να εκφράζει μια ιδέα και όχι να αποτελεί μια μίμηση–, μας μεταγγίζει αυτή ακριβώς την ιδέα της κοσμογονίας μέσ’ από τη χαρισματική και απόλυτα προσωπική εικαστική του γραφή. Γραφή που κατοχυρώνει το κύρος και την αξία του δημιουργού διαχρονικά.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ο Βασίλης Θεοχαράκης γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παράλληλα ασκήθηκε στη ζωγραφική πλάι στον Σπ. Παπαλουκά.
Το 1957 παρουσίασε, για πρώτη φορά, έργα του στο Διεθνές Φεστιβάλ Νέων στη Μόσχα και στην 5η Πανελλήνια Έκθεση Ζωγραφικής στο Ζάππειο.
Έχει πραγματοποιήσει 12 ατομικές εκθέσεις σε σημαντικούς διεθνείς χώρους της τέχνης και μουσεία – Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Στρασβούργο (1999), Δημαρχείο 6ου Διαμερίσματος, Παρίσι (2006), Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα (2008), Palazzo Venezia, Ρώμη (2008), κ.α.
Έχει λάβει μέρος σε σημαντικές ομαδικές παρουσιάσεις στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Έργα του βρίσκονται σε πολλές σημαντικές δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχει τιμηθεί από τη γαλλική κυβέρνηση με τη διάκριση του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής και έχει ανακηρυχθεί Μέγας Χαρτουλάριος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Το 2007 ίδρυσε το κοινωφελές «Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Βασίλη και Μαρίνας Θεοχαράκη» (Λ. Βασιλίσσης Σοφίας 9, Αθήνα).
Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
* Η Ντόρα Ηλιοπούλου-Ρογκάν είναι Δρ. Ιστορικός της Τέχνης-Τεχνοκριτικός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου