Στο αρχείο μπαίνει η υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών, το μεγαλύτερο μεταπολιτευτικό σκάνδαλο σε βάρος της εθνικής ασφάλειας. Οι δράστες της παραβίασης τηλεφωνικών συνομιλιών θα παραμείνουν άγνωστοι ελέω παραγραφής, λόγω του πλημμεληματικού χαρακτήρα του αδικήματος ενώ δεν διαπιστώνονται πλημμέλειες και παραλείψεις στον τρόπο διεξαγωγής της ανάκρισης που να στοιχειοθετούν ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες κατά εισαγγελικών και δικαστικών λειτουργών και να δικαιολογούν την ανάσυρση της δικογραφίας από το αρχείο, σύμφωνα με δημοσίευμα της Ελευθεροτυπίας.
Από την έρευνα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου κρίθηκε, σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, ότι η αξιόποινη πράξη της παραβίασης απορρήτου τηλεφωνικών συνδιαλέξεων κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή για την οποία είχε ασκηθεί ποινική δίωξη κατά άγνωστων δραστών, ύστερα από την 11μηνη μυστική προανακριτική εξέταση που είχε διενεργήσει ο τότε προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών Δημ. Παπαγγελόπουλος, έχει ήδη παραγραφεί.
Το αίτημα για την ανάσυρση της υπόθεσης από το δικαστικό αρχείο είχε υποβάλει η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, στα τέλη του περασμένου Ιουνίου, προς την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, εντοπίζοντας ουσιώδη σφάλματα και παραλείψεις στο έργο των δικαστικών αρχών που, κατά την άποψή της, στοιχειοθετούν λόγους για την περαιτέρω διερεύνηση του σκανδάλου. Χθες, ο αντεισαγγελέας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Φώτης Μακρής, αφού προηγουμένως εξέτασε τον φάκελο περίπου επί έναν μήνα, τον διαβίβασε στον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, Ιω. Σακελλάκο, προκειμένου «να κριθεί αν συντρέχει περίπτωση ανασύρσεως της σχετικής ποινικής δικογραφίας από το αρχείο αγνώστων δραστών και επανεξετάσεώς της». Η κίνηση είναι διεκπεραιωτική, αφού -όπως επισημαίνουν εισαγγελικοί κύκλοι- η παραγραφή εμποδίζει την ανάσυρση της δικογραφίας από το αρχείο ακόμη και αν υπήρξαν νέα στοιχεία μετά την κύρια ανάκριση που διενήργησε ο ειδικός εφέτης ανακριτής Π. Πετρόπουλος.
Οπως όλα δείχνουν, η αλήθεια για το σκάνδαλο των υποκλοπών, που αποκαλύφθηκε τον Ιανουάριο του 2006 και συγκλόνισε την ελληνική κοινή γνώμη, δεν πρόκειται να αποκαλυφθεί.
Πριν επέλθει η παραγραφή, ο εφέτης Π. Πετρόπουλος στο πόρισμά του δήλωνε αδυναμία εντοπισμού των δραστών: «Δεν υπάρχουν ενδείξεις σε βάρος συγκεκριμένων προσώπων, παρά την εξέτασιν όσων προσώπων ανευρέθησαν και ήτο δυνατόν να έχουν επαφή με το αντικείμενο της έρευνας», καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι αυτοί που εγκατέστησαν το παρείσακτο λογισμικό κατόρθωσαν να διαγράψουν τα ίχνη τους.
Ωστόσο, ο πρόεδρος της Επιτροπής της Βουλής Μιλτ. Παπαϊωάννου στην επιστολή του προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατέγραφε τις γκρίζες ζώνες τόσο στο στάδιο της προανάκρισης όσο και στο στάδιο της ανάκρισης, εκτοξεύοντας βολές κατά των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών διότι δεν αναζήτησαν ποινικές ευθύνες στις εμπλεκόμενες εταιρείες, για το γεγονός ότι δεν ειδοποίησαν αμέσως την αρμόδια από το Σύνταγμα και το νόμο ΑΔΑΕ, δεν αξιολόγησαν περιπτώσεις κλήσεων και μηνυμάτων από και προς το εξωτερικό (κυρίως προς τις ΗΠΑ), για τα 14 καρτοκινητά-σκιές της Vodafone και τα καρτοκινητά της ΤΙΜ, δεν αναζήτησαν δύο κρίσιμους μάρτυρες και δεν αξιοποίησαν τα στοιχεία του φακέλου για τον θάνατο του Κ. Τσαλικίδη.
«Τίποτε το επιλήψιμο δεν διαπιστώθηκε κατά το ανακριτικό έργο», είναι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε, σύμφωνα με πληροφορίες, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου. «Τα στοιχεία σχετικά με τον κάτοχο αμερικανικού αριθμού προέκυψαν μετά το πέρας της ανάκρισης του εφέτη Π. Πετρόπουλου», ανέφεραν εισαγγελικοί κύκλοι, προσθέτοντας: «Τι νόημα έχουν τα νέα στοιχεία για μια πράξη που έχει παραγραφεί».
Από την έρευνα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου κρίθηκε, σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, ότι η αξιόποινη πράξη της παραβίασης απορρήτου τηλεφωνικών συνδιαλέξεων κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή για την οποία είχε ασκηθεί ποινική δίωξη κατά άγνωστων δραστών, ύστερα από την 11μηνη μυστική προανακριτική εξέταση που είχε διενεργήσει ο τότε προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών Δημ. Παπαγγελόπουλος, έχει ήδη παραγραφεί.
Το αίτημα για την ανάσυρση της υπόθεσης από το δικαστικό αρχείο είχε υποβάλει η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, στα τέλη του περασμένου Ιουνίου, προς την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, εντοπίζοντας ουσιώδη σφάλματα και παραλείψεις στο έργο των δικαστικών αρχών που, κατά την άποψή της, στοιχειοθετούν λόγους για την περαιτέρω διερεύνηση του σκανδάλου. Χθες, ο αντεισαγγελέας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Φώτης Μακρής, αφού προηγουμένως εξέτασε τον φάκελο περίπου επί έναν μήνα, τον διαβίβασε στον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, Ιω. Σακελλάκο, προκειμένου «να κριθεί αν συντρέχει περίπτωση ανασύρσεως της σχετικής ποινικής δικογραφίας από το αρχείο αγνώστων δραστών και επανεξετάσεώς της». Η κίνηση είναι διεκπεραιωτική, αφού -όπως επισημαίνουν εισαγγελικοί κύκλοι- η παραγραφή εμποδίζει την ανάσυρση της δικογραφίας από το αρχείο ακόμη και αν υπήρξαν νέα στοιχεία μετά την κύρια ανάκριση που διενήργησε ο ειδικός εφέτης ανακριτής Π. Πετρόπουλος.
Οπως όλα δείχνουν, η αλήθεια για το σκάνδαλο των υποκλοπών, που αποκαλύφθηκε τον Ιανουάριο του 2006 και συγκλόνισε την ελληνική κοινή γνώμη, δεν πρόκειται να αποκαλυφθεί.
Πριν επέλθει η παραγραφή, ο εφέτης Π. Πετρόπουλος στο πόρισμά του δήλωνε αδυναμία εντοπισμού των δραστών: «Δεν υπάρχουν ενδείξεις σε βάρος συγκεκριμένων προσώπων, παρά την εξέτασιν όσων προσώπων ανευρέθησαν και ήτο δυνατόν να έχουν επαφή με το αντικείμενο της έρευνας», καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι αυτοί που εγκατέστησαν το παρείσακτο λογισμικό κατόρθωσαν να διαγράψουν τα ίχνη τους.
Ωστόσο, ο πρόεδρος της Επιτροπής της Βουλής Μιλτ. Παπαϊωάννου στην επιστολή του προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατέγραφε τις γκρίζες ζώνες τόσο στο στάδιο της προανάκρισης όσο και στο στάδιο της ανάκρισης, εκτοξεύοντας βολές κατά των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών διότι δεν αναζήτησαν ποινικές ευθύνες στις εμπλεκόμενες εταιρείες, για το γεγονός ότι δεν ειδοποίησαν αμέσως την αρμόδια από το Σύνταγμα και το νόμο ΑΔΑΕ, δεν αξιολόγησαν περιπτώσεις κλήσεων και μηνυμάτων από και προς το εξωτερικό (κυρίως προς τις ΗΠΑ), για τα 14 καρτοκινητά-σκιές της Vodafone και τα καρτοκινητά της ΤΙΜ, δεν αναζήτησαν δύο κρίσιμους μάρτυρες και δεν αξιοποίησαν τα στοιχεία του φακέλου για τον θάνατο του Κ. Τσαλικίδη.
«Τίποτε το επιλήψιμο δεν διαπιστώθηκε κατά το ανακριτικό έργο», είναι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε, σύμφωνα με πληροφορίες, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου. «Τα στοιχεία σχετικά με τον κάτοχο αμερικανικού αριθμού προέκυψαν μετά το πέρας της ανάκρισης του εφέτη Π. Πετρόπουλου», ανέφεραν εισαγγελικοί κύκλοι, προσθέτοντας: «Τι νόημα έχουν τα νέα στοιχεία για μια πράξη που έχει παραγραφεί».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου