Το Ιουστιάνειο τείχος από τον Π. Τσολάκη. Διακρίνονται οι θέσεις των τρειών πυλών και των τεσσάρων πύργων |
Την εποχή της ίδρυσης της Καστοριάς από τον Ιουστινιανό, χτίστηκε το τείχος του λαιμού της χερσονήσου που έζωνε τον ισθμό από την μια πλευρά της λίμνης μέχρι την άλλη. Είχε μήκος 340 μέτρα και αποτελείτο από ευθύγραμμα τμήματα που έσπαζαν ελαφρά στα σημεία ενδιάμεσων ημικυκλικών πύργων. Στο βόρειο τμήμα είχε τεθλασμένη χάραξη, επειδή ακολουθούσε τα όρια της λίμνης. Το πάχος του ήταν 2,80 – 3,00 μέτρα. Ήταν κατασκευασμένο με ζώνες από αργούς λίθους και εναλλάσσονται με ζώνες από επάλληλες σειρές τούβλων και συνδέονται με ισχυρότατο κουρασάνι, ενώ διακρίνονται και οριζόντιες ξύλινες ιμαντώσεις[2].
Λείψανα του τείχους διατηρούνται σήμερα στην περιοχή του δημαρχείου και κοντά στον σωζόμενο τούρκικο μενδρεσέ. Υπήρχαν τρεις πύλες στα τείχη αυτά με τετράγωνους πύργους. Η κεντρική βρισκόταν στην εδαφική έξαρση της πλατείας Δαβάκη και από την οποία ξεκινούσαν οι δύο κεντρικοί δρόμοι της πόλης(σημερινές οδοί Μητροπόλεως και Αγ. Αθανασίου). Οι άλλες δύο πύλες βρίσκονταν η μία μπροστά ακριβώς από το Δημαρχείο και η άλλη στα νότια του Μενδρεσέ. Από αυτές ξεκινούσαν και οι δύο παραλίμνιοι δρόμοι. Αυτή η αντιστοιχία πυλών - δρόμων γεννά την υπόθεση ότι αποτελούν τμήμα ενός συνολικού σχεδιασμού κατά την ίδρυση της πόλης. Εξωτερικά απο το τείχος υπήρχε αμυντική τάφρος σύμφωνα με ευρήματα και ιστορικές μαρτυρίες του φιλόλογου π. Τσαμίση [3] και του δημοσιογράφου Ι. Μπακάλη[4]. Ο ιστορικός Προκόπιος αναφέρει σχετικά: ‘’μία δε τίς εις αυτήν είσοδος από της λίμνης εν στενώ λέλειπται, ου πλέον ή εις πεντεκαίδεκα διήκουσα πόδας’’[5], δηλαδή ότι το πλάτος της εισόδου δεν ξεπερνούσε τα πέντε μέτρα! Το γεγονός αυτό είναι πολύ πιθανό και υποστηρίζεται από τις πρόσφατες έρευνες που αναφέρουν ότι αρχικά η χερσόνησος της λίμνης ήταν νησί και ενώθηκε με τη στεριά χάρη στις προσχώσεις των χειμάρρων που εκβάλλουν στη λίμνη.
Η πύλη μπροστά από το Δημαρχείο που γκρεμίστηκε το 1949. Σκαρίφημα του Ι. Μπακάλη |
Εκτός από το τείχος του ισθμού υπήρχε από τα βυζαντινά χρόνια και το εσωτερικό τείχος της πόλης (κάστρο). Η Άννα Κομνηνή στο έργο της Αλεξιάς περιγράφει τις προσπάθειες του πατέρα της να καταλάβει την πόλη που βρισκόταν στα χέρια των Νορμανδών το 1083 μ.Χ [6]. Αναφέρει ότι μετά τις μάταιες προσπάθειες των Βυζαντινών από την πλευρά του ισθμού, στρατιώτες αποβιβάστηκαν με πλοιάρια στην πίσω πλευρά της χερσονήσου και περικύκλωσαν του Νορμανδούς που παραδόθηκαν αμέσως. Βάσει αυτών των μαρτυριών πολλοί ερευνητές (Π. Τσολάκης[7], Α. Κεραμόπουλλος[8], Π. Τσαμίσης[9]) υποστηρίζουν την ανυπαρξία εσωτερικού τείχους τον 11ο αι. και την ανοικοδόμησή του αργότερα, ίσως τον 14ο αι. από τον Ανδρόνικο Γ' Παλαιολόγο. Φυσικά, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τελείως το γεγονός οι Βυζαντινοί να συνάντησαν εσωτερική οχύρωση τον 11ο αι. που ''έσπασε'' γρήγορα, μιας και είχε παρείχε πολύ μικρότερη ασφάλεια σε σχέση με αυτή του ισθμού, λόγω πλάτους και θέσης, ενώ πολλές κατοικίες βρισκόταν ήδη εκτός του κάστρου. Όπως και να 'χει η χρονολογία κατασκευής του κάστρου, αυτό άρχιζε από τον τούρκικο Μενδρεσέ (λείψανα συναντάμε στην οδό Παπαρέσκα), συνέχιζε ως τον περίβολο του Γυμνασίου στο ύψωμα της πόλης (ναός Παναγίας Κουμπελίδικης), όπου και σήμερα διατηρούνται λείψανα πύργων και οχυρώσεων της βυζαντινής περιόδου. Στην συνέχεια περνούσε από τον ναό της Παναγίας των Αγίων Αναργύρων και έκλεινε συναντώντας το τείχος του ισθμου (ακολουθώντας την σημερινή οδό Αγίου Αθανασίου) διατρέχοντας μια απόσταση 1500 μ. περίπου[10]. Η ακρόπολη πιθανότατα βρισκόταν στην περιοχή της Δεξαμενής, ενώ ερευνητές όπως ο Ι. Μπακάλης[11] και ο Κ. Πηχιών[12] υποστηρίζουν την άποψη ύπαρξης δύο ακροπόλεων στη βυζαντινή εποχή, μια στην περιοχή της Κουμπελίδικης και μια στην κορυφή του λόφου, στην περιοχή της Δεξαμενής. Σύμφωνα με αναπαραστάσεις του Π. Τσολάκη είχε έξι μικρές πύλες , κοντά στις οποίες βρισκόταν προσκυνηματικοί τάφοι.
Αναπαράσταση του συνόλου των οχυρώσεων από τον Π. Τσολάκη |
Στα μέσα του 14ου αιώνα (1328-1341) ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ’ θέλησε να προστατεύσει τις πόλεις της Μακεδονίας απο τις αλλεπάληλες επιδρομές Βουλγάρων και Σέρβων ενισχύοντας τις οχυρώσεις τους. Τότε ενισχύθηκαν πολλά κάστρα της Μακεδονίας, όπως αυτά του Σιδηροκάστρου, της Αμφίπολης, των Σερρών, της Ζίχνας, της Αχρίδας κ.α Πιθανώς αυτή την περίοδο κτίστηκε το κάστρο και ενισχύθηκε η κεντρική πύλη του τείχους του ισθμού με την κατασκευή ενός μεγάλου πύργου, που ενοποιούσε τους δύο μικρότερους εκατάρωθεν της πύλης. Ο πύργος αυτός εμφανίζεται σε παλίες φωτογραφίες και γραπτές πηγές, και μάλλον στέγαζε τη φρουρά της πύλης[13].
Μετά την άλωση της από τους Τούρκους το 1385, η Καστοριά δεν αντιμετώπιζε σοβαρές επιδρομές. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν παρατηρούνται κάποιες εργασίες την περίοδο αυτή, τουλάχιστον μέχρι τα χρόνια του Αλή πασά.
Ο τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή παραθέτει αναλυτική περιγραφή των τειχών τη δεκαετία του 1660, αναφέροντας την ύπαρξη μόνο δύο πυλών[14], ενώ ο W. M. Leake που επισκέφθηκε την Καστοριά το 1805 αναφέρει ότι το τείχος ήταν ελαφρά συντηρημένο από τους Τούρκους, οι οποίοι το διατηρούσαν καλά ασβεστωμένο, πράγμα που γι΄ αυτούς χρησίμευε αντί κάποιας επισκευής[15]. Την εποχή που ο Αλή Πασάς πήρε υπό την επικράτεια του την Καστοριά στις αρχές του 19ου αιώνα, έγιναν κάποια συμπληρωματικά έργα. Συγκεκριμένα, κατασκευάστηκε ένα πρόχειρο προτείχισμα με πολεμίστρες σε απόσταση 3 – 4 μέτρα από τα βυζαντινά τείχη του λαιμού και το ενδιάμεσο τμήμα μπαζώθηκε, ώστε να αυξηθεί η αντοχή των τειχών στις βολές πυροβόλων όπλων. Προστέθηκε νέα κεντρική πύλη, εγκάρσια στην αρχική και κτίστηκε οχυρωματικός πύργος με κεκλιμένες πλευρές, τύπου ‘’αρβανίτικης κούλας’’. Με την κατασκευή του προτειχίσματος καταργήθηκαν οι δύο παραλίμνιες πύλες του ιουστινιάνειου τείχους και ανοίχτηκε μια νέα βόρεια πύλη προς τα Ψαράδικα, που την προστάτευε κυκλικός πύργος. Αρκετά λείψανα του προτειχίσματος σώζονται σήμερα στα δυτικά του μενδρεσέ[16].
Η πύλη προς τα Ψαράδικα |
Το σύνολο των οχυρώσεων τον 19ο αι. μετά τις αλλαγές του Αλή πασά. Με σκούρο η θέση της βυζαντινής ακρόπολης |
Με τις μεταρρυθμίσεις του Οθωμανικού Κράτους, οι πολεοδομικοί κανονισμοί από το 1848 και μετά δεν περιείχαν καμία αναφορά για τα τείχη. Έτσι η κατεδάφιση τους ή όχι ήταν αποκλειστικά στην δικαιοδοσία των κατά τόπους Οθωμανών διοικητών. Η εσωτερική οχύρωση άρχισε να γκρεμίζεται ήδη πολύ νωρίτερα, μιας και σε φωτογραφίες των τελών του 19ου αι. δεν υπάρχουν. Στις αρχές της δεκαετίας του 1880 καταργήθηκε η διέλευση μέσα από την κεντρική πύλη και ανοίχτηκαν εκατέρωθεν αυτής δύο περάσματα στο διατείχισμα και μαζί με την πύλη των Ψαράδικων αποτελούσαν τις τρεις εισόδους στην πόλη. Τα τείχη είχαν χάσει την λειτουργική τους αξία, καθώς η πόλη είχε επεκταθεί εκτός του διατειχίσματος, στην περιοχή της επονομαζόμενης Κάτω Αγοράς[17].
Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι Τούρκοι άρχισαν να γκρεμίζουν σταδιακά τις οχυρώσεις, ώσπου το 1908 κατεδάφισαν ολόκληρη την βυζαντινή κεντρική πύλη, και στην θέση άρχισαν να χτίζουν νέο διοικητήριο[18], το οποίο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Αν και από το 1924 τα τείχη χαρακτηρίζονται ως διατηρητέα μνημεία[19], το 1932 ένα τμήμα του τουρκικού προτειχίσματος κατεδαφίζεται για τη διάνοιξη δρόμου και το 1949 άλλο ένα τμήμα γκρεμίζεται μπροστά από το Δημαρχείο, για την ενοποίηση της πλατείας Βαν Φλητ με την παλιά δημοτική αγορά και την κατασκευή της οδού Ιουστινιανού[20].
Αναπαράσταση της περιοχής του ισθμού στα τέλη του 19ου αι. από τον Ν. Μουτσόπουλο |
Σήμερα, λείψανα του Ιουστιάνειου τείχους, των πύργων και του προτειχίσματος του Αλή Πασά συναντούμε στην περιοχή του Δημαρχείου και νοτίως του Μενδρεσέ, ενώ ίχνη των τειχών του κάστρου υπάρχουν στην οδό Παπαρέσκα και στον περίβολο της Παναγίας Κουμπελίδικης. Η ακρόπολη στην περιοχή της Δεξαμενής έχει εξαφανιστεί ολοκληρωτικά, όπως και η κεντρική πύλη μαζί με τον πύργο με τις κεκλιμμένες πλευρές.
Ο πύργος των τειχών που βρίσκεται σήμερα δίπλα στο Δημαρχείο |
[1] Ιωάννης Καντακουζηνός, εκδ. L. Schopen (CSHB), Bonh, 1828
[2] Ο τρόπος αυτός της τοιχοποιίας παρατηρείται συνήθως σε παλαιοχριστιανικές και βυζαντινές οχυρώσεις μέχρι τον 10ο αιώνα. Π. Τσολάκης, Πολεοδομικές και αρχιτεκτονικές έρευνες στην Καστοριά, University Studio Press, Θεσ/νίκη, 1996,σελ. 15
[3] Π. Τσαμίσης, Η Καστοριά και τα μνημεία της, Αθήνα 1949, σελ. 13
[4] εφημ. Ορεστιάς, φ. 140 (17.7.1949)
[5] Προκόπιος Καισαρεύς, Περι των του Δεσπότου Ιουστινιανού κτισμάτων, εκδ. Loeb classical library, τομ. 4, κεφ. 3, σελ. 273
[6] Α. Κομνηνή, Αλεξιάς, Στ' 1, εκδ. Reifferscheid II, σ. 185
[7] Π. Τσολάκης, Πολεοδομικές και αρχιτεκτονικές έρευνες στην Καστοριά, University Studio Press, Θεσ/νίκη, 1996,σελ. 12
[8] Α. Κεραμόπουλλος, Ορεστικόν Άργος-Διοκλητιανούπολις-Καστοριά, Byzantinisch-neuegriechische Jahrbucher 9, 1932, σ. 55-63
[9] Π. Τσαμίσης, Η Καστοριά και τα μνημεία της, Αθήνα 1949, σελ. 23
[10] Ε. Δρακοπούλου, Η πόλη της Καστοριάς τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή (12ος – 16ος αι.), Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία, Αθήνα, 1997, σ. 18
[11] Ι. Μπακάλης, Τουριστικός οδηγός Καστοριάς, Δούκης, Καστοριά, 1951, σ. 13
[12] Κ. Πηχιών, Τουριστικός οδηγός Καστοριάς, Καστοριά, Δούκης, 1958, σ. 17
[13] Π. Τσολάκης, Η αρχιτεκτονική της παλιάς Καστοριάς, Επίκεντρο, Θεσ/νίκη, 2009, σ. 126
[14] Β. Δημητριάδης, Η Κεντρική και η Δυτική Μακεδονία κατά τον Εβλιγιά Τσελεμπή, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσ/νίκη, 1973
[15] W. M. Leake, Travels in Northen Greece, London, 1935, τ. 1, σ. 328
[16] Π. Τσολάκης, Πολεοδομικές και αρχιτεκτονικές έρευνες στην Καστοριά, Θεσ/νίκη, 1996,σ. 22
[17] Π. Τσολάκης, Η αρχιτεκτονική της παλιάς Καστοριάς, Θεσ/νίκη, 2009, σ. 133, 134
[18] Κ. Πηχιών, ‘’Το κάστρον’’, εφημ. Καστορία, φ.738, (23.1.1938)
[19] Σύμφωνα με το Π.Δ./3.11.1924, ΦΕΚ 279/6.11.1924
[20] Ι. Μπακάλης, Τουριστικός οδηγός Καστοριάς, Δούκης, Καστοριά, 1951, σελ. 13
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου