Την ονομασία της η σημερινή ημέρα έχει πάρει από το καθιερωμένο έθιμο του ψησίματος κρέατος στα κάρβουνα.Αποτέλεσμα είναι ο καπνός που λέγεται και “τσίκνα” να κατακλύζει σήμερα κάθε γειτονιά. Από την τσίκνα λοιπόν αυτή έχει πάρει και το όνομά της η Τσικνοπέμπτη.
Στα παλιότερα χρόνια παρέες μεταμφιεσμένων όλων των ηλικιών,τριγυρνούσαν σε σπίτια και γειτονιές τραγουδώντας τραγούδια με βωμολοχίες και "πονηρά" υπονοούμενα.Οι ρίζες αυτής της γιορτής βρίσκονται σε πανάρχαια έθιμα της Διονυσιακής λατρείας, όπου οι άνθρωποι πριν από χιλιάδες χρόνια ακολουθούσαν πομπές με άρματα και μεταμφιεσμένοι σε σάτυρους, και υπό την επήρεια συνήθως του κρασιού,επιδίδονταν σε "χοντροκομμένα" και πονηρά αστεία και πειράγματα μεταξύ τους,άλλα και μεταξύ των θεατών(Δες σχετικό βίντεο).Τα λεγόμενα και "εξ αμάξης".
Αυτές ήταν οι πρώτες καρναβαλικές γιορτές,άλλα και μια πρώιμη μορφή του θεάτρου. Ήταν οι γιορτές για την έλευση της Άνοιξης.
Για την προέλευση της λέξης καρναβάλι,ο συγγραφέας Μάριος Βερέττας αναφέρει:
Καρναβάλι λοιπόν… Ή «Κάρνα» – «βάλι». Προφανώς είναι μια σύνθετη λέξη. Ποιά είναι όμως η προέλευση των δύο αυτών συνθετικών;
Ας ανοίξουμε τον Όμηρο. Σε πάμπολλους στίχους τόσο της Ιλιάδας όσο και της Οδύσσειας (Θ 306, Π 392, ε 376, θ 92, ι 140, υ 75 κ.α.) συναντάμε τη λέξη «καρ» και τα παράγωγά της. Η λέξη αυτή σημαίνει «κεφάλι» και σύγχρονη επιβίωσή της είναι βεβαίως η «κάρα». Εάν τώρα προσθέσουμε και το ευφωνικό «ν» στην ομηρική λέξη «καρ», φτάνουμε κιόλας στη λέξη «κάρνος».
Από το ουσιαστικοποιημένο επίθετο «Κάρνειος» παράγεται στον πληθυντικό η ονομασία της εορτής «τα Κάρνεια», η οποία κατά τους ιστορικούς χρόνους τελείτο σε όλες τις δωρικές πόλεις προς τιμή του Καρνείου Απόλλωνος. Οι εορταστές μεταμφιέζονταν όλοι και συμμετείχαν σε μυστήρια παρόμοια με εκείνα της Ελευσίνας ενώ κατά το πέρας της γιορτής γινόντουσαν πάνδημα συμπόσια και «πανηγυρισμοί»!
Πάμε τώρα στο δεύτερο συνθετικό της λέξης «Καρναβάλι».
Κατ’ αρχήν το επίρρημα «βάλλε» ή «άβαλε» στα αρχαία ελληνικά σημαίνει «είθε» και «μακάρι». Έπειτα, μερικές από τις δεκαπέντε και πλέον σημασίες του ρήματος «βάλλω» έχουν την έννοια του «στρέφω», «σείομαι πέρα δώθε», «ελαύνω», «φορώ», «προκαλώ», «ρίπτομαι» αλλά και… «φωτίζω».
Από εδώ κι έπειτα περνάμε στο ρήμα «βαλλίζω» που σημαίνει «χοροπηδώ», στα ουσιαστικά «βαλλισμός» δηλαδή «πηδηχτός χορός».
Με βάση τα προηγούμενα θα μπορούσαμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι:
Μια έκφραση του τύπου «καρνάβαλε», θα μπορούσε να σημαίνει «είθε Θεέ Κάρνε» να εκπληρώσει τις γονικοποιητικές μας προσδοκίες για την αύξηση των γεννημάτων μας.
Μια έκφραση του τύπου «καρναβάλλω» θα μπορούσε να σημαίνει «στρέφομαι ή σείομαι πέρα δώθε», κατά την διάρκεια της σχετικής εορτής, πρός τιμή του Θεού Κάρνου ή του Καρνείου Απόλλωνα.
Μια έκφραση του τύπου «καρναβαλίζω» θα μπορούσε να σημαίνει ότι «χοροπηδώ» στο πανηγύρι του Κάρνου, τα κριόμορφα φορώντας κέρατα του Θεού ή το προσωπείο του.
Το παραπάνω κείμενο είναι επιλογή αποσπασμάτων από τo βιβλίο του Μάριου Βερέττα: Καρναβάλι, η αρχαιότερη Ελληνική γιορτή.
Σήμερα εκτός από μερικές περιοχές της χώρας που έχουν κρατήσει κάτι από το Διονυσιακό αυτό αρχέγονο έθιμο,με "κουδουνοφόρους""Φαλλοφόρους","Γενίτσαρους και Μπόυλες",και πραγματική παραδοσιακή Διονυσιακή μουσική,τα δρώμενα αυτά έχουν αντικατασταθεί περισσότερο με τυποποιημένες γιορτές,και κακέκτυπα αντίγραφα, που διοργανώνουν οι Δήμοι σε ξενόφερτη συνήθως έκδοση.(Βραζιλιάνικα τραγούδια κλπ)
(«Μικρό με κουβάλησαν οι γονείς μου στο Σοχό. Πάγωσα από δέος όταν ξεπρόβαλαν οι ΚΟΥΔΟΥΝΟΦΟΡΟΙ. Ένιωσα περίεργα, γιατί αυτό που ζούσα δονούσε κάποια κύτταρα μέσα μου. ‘Ένα πανάρχαιο D.N.A. που μου ψιθύριζε απόκοσμα λόγια.»Εντυπώσεις επισκέπτη από το Καρναβάλι του Σοχού)
Στα παλιότερα χρόνια παρέες μεταμφιεσμένων όλων των ηλικιών,τριγυρνούσαν σε σπίτια και γειτονιές τραγουδώντας τραγούδια με βωμολοχίες και "πονηρά" υπονοούμενα.Οι ρίζες αυτής της γιορτής βρίσκονται σε πανάρχαια έθιμα της Διονυσιακής λατρείας, όπου οι άνθρωποι πριν από χιλιάδες χρόνια ακολουθούσαν πομπές με άρματα και μεταμφιεσμένοι σε σάτυρους, και υπό την επήρεια συνήθως του κρασιού,επιδίδονταν σε "χοντροκομμένα" και πονηρά αστεία και πειράγματα μεταξύ τους,άλλα και μεταξύ των θεατών(Δες σχετικό βίντεο).Τα λεγόμενα και "εξ αμάξης".
Αυτές ήταν οι πρώτες καρναβαλικές γιορτές,άλλα και μια πρώιμη μορφή του θεάτρου. Ήταν οι γιορτές για την έλευση της Άνοιξης.
Για την προέλευση της λέξης καρναβάλι,ο συγγραφέας Μάριος Βερέττας αναφέρει:
Καρναβάλι λοιπόν… Ή «Κάρνα» – «βάλι». Προφανώς είναι μια σύνθετη λέξη. Ποιά είναι όμως η προέλευση των δύο αυτών συνθετικών;
Ας ανοίξουμε τον Όμηρο. Σε πάμπολλους στίχους τόσο της Ιλιάδας όσο και της Οδύσσειας (Θ 306, Π 392, ε 376, θ 92, ι 140, υ 75 κ.α.) συναντάμε τη λέξη «καρ» και τα παράγωγά της. Η λέξη αυτή σημαίνει «κεφάλι» και σύγχρονη επιβίωσή της είναι βεβαίως η «κάρα». Εάν τώρα προσθέσουμε και το ευφωνικό «ν» στην ομηρική λέξη «καρ», φτάνουμε κιόλας στη λέξη «κάρνος».
Από το ουσιαστικοποιημένο επίθετο «Κάρνειος» παράγεται στον πληθυντικό η ονομασία της εορτής «τα Κάρνεια», η οποία κατά τους ιστορικούς χρόνους τελείτο σε όλες τις δωρικές πόλεις προς τιμή του Καρνείου Απόλλωνος. Οι εορταστές μεταμφιέζονταν όλοι και συμμετείχαν σε μυστήρια παρόμοια με εκείνα της Ελευσίνας ενώ κατά το πέρας της γιορτής γινόντουσαν πάνδημα συμπόσια και «πανηγυρισμοί»!
Πάμε τώρα στο δεύτερο συνθετικό της λέξης «Καρναβάλι».
Κατ’ αρχήν το επίρρημα «βάλλε» ή «άβαλε» στα αρχαία ελληνικά σημαίνει «είθε» και «μακάρι». Έπειτα, μερικές από τις δεκαπέντε και πλέον σημασίες του ρήματος «βάλλω» έχουν την έννοια του «στρέφω», «σείομαι πέρα δώθε», «ελαύνω», «φορώ», «προκαλώ», «ρίπτομαι» αλλά και… «φωτίζω».
Από εδώ κι έπειτα περνάμε στο ρήμα «βαλλίζω» που σημαίνει «χοροπηδώ», στα ουσιαστικά «βαλλισμός» δηλαδή «πηδηχτός χορός».
Με βάση τα προηγούμενα θα μπορούσαμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι:
Μια έκφραση του τύπου «καρνάβαλε», θα μπορούσε να σημαίνει «είθε Θεέ Κάρνε» να εκπληρώσει τις γονικοποιητικές μας προσδοκίες για την αύξηση των γεννημάτων μας.
Μια έκφραση του τύπου «καρναβάλλω» θα μπορούσε να σημαίνει «στρέφομαι ή σείομαι πέρα δώθε», κατά την διάρκεια της σχετικής εορτής, πρός τιμή του Θεού Κάρνου ή του Καρνείου Απόλλωνα.
Μια έκφραση του τύπου «καρναβαλίζω» θα μπορούσε να σημαίνει ότι «χοροπηδώ» στο πανηγύρι του Κάρνου, τα κριόμορφα φορώντας κέρατα του Θεού ή το προσωπείο του.
Το παραπάνω κείμενο είναι επιλογή αποσπασμάτων από τo βιβλίο του Μάριου Βερέττα: Καρναβάλι, η αρχαιότερη Ελληνική γιορτή.
Σήμερα εκτός από μερικές περιοχές της χώρας που έχουν κρατήσει κάτι από το Διονυσιακό αυτό αρχέγονο έθιμο,με "κουδουνοφόρους""Φαλλοφόρους","Γενίτσαρους και Μπόυλες",και πραγματική παραδοσιακή Διονυσιακή μουσική,τα δρώμενα αυτά έχουν αντικατασταθεί περισσότερο με τυποποιημένες γιορτές,και κακέκτυπα αντίγραφα, που διοργανώνουν οι Δήμοι σε ξενόφερτη συνήθως έκδοση.(Βραζιλιάνικα τραγούδια κλπ)
(«Μικρό με κουβάλησαν οι γονείς μου στο Σοχό. Πάγωσα από δέος όταν ξεπρόβαλαν οι ΚΟΥΔΟΥΝΟΦΟΡΟΙ. Ένιωσα περίεργα, γιατί αυτό που ζούσα δονούσε κάποια κύτταρα μέσα μου. ‘Ένα πανάρχαιο D.N.A. που μου ψιθύριζε απόκοσμα λόγια.»Εντυπώσεις επισκέπτη από το Καρναβάλι του Σοχού)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου