Ιστότοπος εναλλακτικής ενημέρωσης, με σταχυολόγηση και παρουσίαση αξιοπρόσεκτων ειδήσεων και απόψεων.






AddThis

Bookmark and Share

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΞΙΦΗ

 
από τον ιστοχώρο του συλλόγου ιστορικών μελετών Κορύβαντες
 

ΤΟ ΦΑΣΓΑΝΟ Ή ΣΦΑΓΑΝΟ

Το φάσγανο ή σφάγανο θεωρείται σαν το πρώτο πολεμικό ξίφος των Ελληνικών ιστορικών χρόνων αναφερόμενο στην Ιλιάδα από τον Όμηρο καθώς και στην γραμμική γραφή Β. Το φάσγανο ήταν ένα μακρύ δίκοπο αιχμηρό ξίφος από ορείχαλκο- μπρούντζο- ή χαλκό με μήκος από 0.80 εκ. έως και πέραν του 1.00 μ. και κατάλληλο για νυκτικά κυρίως κτυπήματα.


Υπήρχαν διαφόρων τύπων φάσγανα όπως τα στρογγυλεμένης ράχης του ΙΣΤ’ π.X. αιώνα που την θέση τους πήραν τον επόμενο αιώνα δύο νέοι τύποι ξιφών στερεότερων από τα προηγούμενα, τα αγκιστροειδούς ράχης και τέλος τα σταυρωτά με ενιαία λεπίδα και λαβή. Οι διαφορές αυτές εστιάζονταν κυρίως στις κατασκευαστικές λεπτομέρειες των λαβών τους.


Φάσγανο Στρογγυλής Ράχης



Φάσγανο Αγγιστρωτής Ράχης



Κύριο χαρακτηριστικό των φασγάνων ήταν η κατά μήκος και στο μέσον της ορειχάλκινης ή χάλκινης λεπίδας τους νεύρωση μειούμενης διατομής που τους έδινε την απαιτουμένη σταθερότητα και αλυγισία απαραίτητη άλλωστε λόγω του μεγάλου μήκους τους. Επίσης με την ονομασία φάσγανο αναφέρονται στην Μεγάλη Ελληνική εγκυκλοπαίδεια του Παύλου Δρανδάκη εις το λήμμα «ξίφος» σχετικά κοντές χάλκινες σπαθομάχαιρες του ΙΒ’ π.Χ. αιώνα μήκους από 0.60 έως 0.65 εκ.


Οι σπαθομάχαιρες αυτές που ευρέθησαν από τον Γερμανό αρχαιολόγο Σλήμαν στις ανασκαφές των τάφων των Μυκηνών ήταν μονής ή διπλής κόψης. Η λαβή τους ήταν προέκταση της λεπίδας τους ήταν καλυμμένη με ξύλινα ή οστέινα καπάκια και τελείωνε σε κρίκο αναρτήσεως του ξίφους.


Μυκηναϊκή Σπαθομάχαιρα



ΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΞΙΦΟΣ


Στην πρώιμη εποχή του σιδήρου και σαν ακραία εξέλιξη του φασγάνου παρουσιάζεται ένα ξίφος που είχε την μονοκόμματη κατασκευή των φασγάνων δηλαδή το ενιαίο λεπίδας και λαβής καθώς και το μέγιστο του πλάτους της λάμας τους αλλά με σαφέστατα μικρότερο μήκος. Ετσι το εν λόγω ξίφος παρουσίαζε τριγωνική ισοσκελή μορφή και κατασκευαζόταν τόσο από χαλκό όσο και από ορείχαλκο με μέσο μήκος περί τα 0.60 εκ.


Το ξίφος αυτό ονομάστηκε Ομηρικό ξίφος, δεν αναφέρεται στην γραμμική γραφή Β είχε αγκιστρωτή ράχη και εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται έως το 1200 π.Χ. Ο Σλημαν κατά την διάρκεια των ανασκαφών του στα ανάκτορα των Μυκηνών βρήκε ξίφος της ιδίας περιόδου εξ’ ολοκλήρου από χαλκό και με αμφίστομη λεπίδα μήκους 0.60 εκ. Η οστέινη ή ξύλινη λαβή του στερεωνόταν με αριθμό καρφιών που δεν ήταν πάντα ο ίδιος. Παρόμοιος τύπος ξίφους βρέθηκε στην Ολυμπία με μήκος λεπίδας όμως περί το 1.00 μ. μήκος.




ΤΟ ΑΟΡ


Το ξίφος αυτό του 1000 – 1200 π.Χ. ονομάστηκε άορ από το ρήμα αίρω – σηκώνω - δεδομένου ότι για να λειτουργήσει θλαστικά το ξίφος έπρεπε πριν το κτύπημα καταφοράς να σηκωθεί ψηλά. Από το ίδιο ρήμα προέρχεται και η λέξη αορτήρας που προσδιορίζει τον ειδικό δερμάτινο ιμάντα από τον οποίο κρεμόταν το άορ από τον δεξιό ώμο του πολεμιστή στο αριστερό πλευρό του.


Ερώτημα υπάρχει ως προς τον τόπο της αρχικής προέλευσής του δεδομένου ότι η ξένη σχετική βιβλιογραφία αναφέρει σαν χώρα εισαγωγής του σχεδίου του ξίφους την Κεντρική Ευρώπη μέσω Ιταλίας και ιδιαίτερα μέσω μισθοφόρων. Εύστοχα ο μελετητής Δημήτρης Καμπούρης σε σχετική του δημοσίευση στο τεύχος 4 του Οκτωβρίου του 1996 της Στρατιωτικής Ιστορίας παρατηρεί ότι κανένας πολιτισμός της Κ. Ευρώπης δεν άνθιζε στην μεταλλουργεία το 1200 έως το 1000 π.Χ. για να γίνει τέτοιου είδους κατασκευή ούτε αναφέρονται πουθενά Ευρωπαίοι μισθοφόροι στο στρατό των Μυκηνών για να δικαιολογηθεί η εκ μέρους τους εισαγωγή του.


Κατά τον ίδιο μελετητή το γεγονός ότι οι πρώτες ύλες για την κατασκευή των ξιφών εισάγονταν από εκείνες τις περιοχές μέσω των ελληνικών αποικιών της Α’ αποίκησης δικαιολογεί ως ένα βαθμό την σύγχυση σχετικά με τον τόπο καταγωγής του ξίφους. Το άορ κατασκευαζόταν τόσο από σίδερο όσο και από ορείχαλκο, είχε την λαβή του σαν προέκταση της λεπίδας του και διέθετε υποτυπώδη ημικυκλικό φυλακτήρα που στερεωνόταν στην λαβή με καρφιά- περτσίνια- σιδερένια ή μπρούντζινα αναλόγως.


Η λεπίδα του άορος ήταν μειούμενης διατομής προς την λαβή πράγμα που έκανε το ξίφος να έχει καλύτερο ζύγισμα και ως εκ τούτου να είναι αποτελεσματικότερο στις ξιφομαχίες. Ήταν κατάλληλο τόσο για νυκτικά κτυπήματα όσο και για θλαστικά κτυπήματα καταφοράς.


Η λαβή του είχε ελαφρώς ατρακτοειδές σχήμα και κατέληγε σε σφαίρωμα σχήματος στρογγυλού. Το μήκος του άορος δεν ήταν σταθερό και έχουν βρεθεί σε ανασκαφές ξίφη από 0.70 έως και πέραν του 1.00 μ. μήκος.




ΤΟ ΟΠΛΙΤΙΚΟ ΞΙΦΟΣ


Το οπλιτικό ξίφος προερχόταν σχεδιαστικά από το άορ. Ήταν γνωστό από τον Ε’ αιώνα και ιδιαίτερα από τους Μηδικούς πολέμους εποχή που ο πολεμιστής που το χειριζόταν ονομαζόταν οπλίτης από την ασπίδα που κρατούσε και που λεγόταν «όπλον».Το ξίφος αυτό ήταν από σίδερο με κοντύτερη λεπίδα αλλά περισσότερο φαρδιά από του άορος με συνολικό μήκος από 0.60 έως 0.65 εκ.


Η λεπίδα του ήταν φυλλόσχημη μειούμενης διατομής προς την λαβή του που αποτελούσε συνέχειά της και χωριζόταν απ’ αυτήν με οριζόντιο φυλακτήρα από σίδερο ή μπρούντζο. Στο μέσον και κατά μήκος της λεπίδας του έφερε κατά κανόνα αύλακα ή νεύρωση. Η λαβή του είχε ατρακτοειδές σχήμα που καλυπτόταν με τεμάχια ξύλου μετάλλου ή οστού που στερεώνονταν με διαμπερή καρφιά και κατέληγε σε κοντό κυλινδρικό σφαίρωμα από σίδερο ή μπρούντζο επίσης.


Η θήκη του κατασκευαζόταν από ξύλο επενδυμένο με δέρμα και πλούσιο κομψό μπρούντζινο διάκοσμο ή από μέταλλο και το σχήμα της ήταν παραλληλόγραμμο ή ελαφρώς μειούμενης διατομής προς την βάση της. Στο Καμποβάλανο της Ιταλίας και ιδιαίτερα στο Μουσείο Κιέτι υπάρχουν μερικά χαρακτηριστικά δείγματα ελληνικών οπλιτικών ξιφών.




ΤΟ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΚΟ ΞΙΦΟΣ


Το λακεδαιμονικό ξίφος προερχόταν απ’ ευθείας από το οπλιτικό ξίφος. Εις την εγκυκλοπαίδεια του Παύλου Δρανδάκη αναφέρεται και με το όνομα «ξυήλη». Είχε πολύ μικρότερο μήκος λεπίδας- περί τα 0.30 εκ.- και ως εκ τούτου το φυλλοειδές της σχήμα ήταν περισσότερο έντονο απ’ ότι στο οπλιτικό ξίφος.


Ήταν εξ’ ολοκλήρου από σίδερο και η λαβή του αποτελούσε συνέχεια της λάμας του. Η κοντή του λεπίδα πιθανότατα να έφερε επιμήκη αύλακα ή νεύρωση. Είχε σταυροειδή σιδερένιο ή μπρούντζινο φυλακτήρα, η λαβή του καλυπτόταν με ξύλο ή οστό και τελείωνε σε κοντόχονδρο κυλινδρικό σφαίρωμα επίσης σιδερένιο ή μπρουντζινο.


Δεν έχουν δυστυχώς διασωθεί πραγματικά δείγματα του είδους αυτού παρά μόνο ένα χάλκινο ομοίωμα από την Κρήτη πιθανόν από τάφο Λάκωνα που πολέμησε και έπεσε εκεί. Η θήκη του ήταν φαρδιά δερμάτινη και ο χειροφυλακτήρας της λαβής του ήταν κρυμμένος μέσα στο στόμιο του κολεού ο οποίος είχε υψωμένες περιφερειακά προεξοχές που λειτουργούσαν σαν άγκιστρα εμποδίζοντας την μη ηθελημένη έξοδο του ξίφους από την θήκη.


Αποτελούσε φοβερό νυκτικό όπλο και εύκολο στην χρήση του αφού απαιτούσε μικρό χώρο για τον χειρισμό του, στα χέρια δε των επιδέξιων Λακεδαιμόνιων πολεμιστών γινόταν και επικίνδυνο θλαστικό όπλο καταφοράς. Η περιορισμένη όμως χρήση του μόνο σχεδόν από τους Σπαρτιάτες και γενικότερα από πολύ εξειδικευμένους οπλομάχους του είδους οδήγησε στην μη ευρεία χρήση του Λακεδαινονικού ξίφους και ως εκ τούτου στην κατάργησή του.




Η ΚΟΠΙΣ


Η κοπίς ή κοπίδα το καμπύλο ξίφος έκανε την εμφάνισή του στον ελληνικό χώρο τον Ε’ αιώνα π.Χ και καθιερώνεται αργότερα τον Δ’ π.Χ. αιώνα κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου εναντίον των Περσών παράλληλα με το οπλιτικό ξίφος το οποίο και εκτόπισε σιγά σιγά.Το ξίφος αυτό ήταν γνωστό στην Ιταλία από τον Η’ αιώνα π.Χ. απ’ όπου έγινε γνωστό και στην Ιβηρική χερσόνησο- με το όνομα falcata- όπου βρέθηκαν πολλά δείγματα του είδους.


Εύκολα μπορεί να παρατηρήσει κανείς την μεγάλη σχηματική σχέση που έχει η κοπίδα με το μετά πολλούς αιώνες παρουσιαζόμενο στον ελληνικό χώρο ανατολικής προέλευσης γιαταγάνι. H κοπίδα ήταν σιδερένια μονόκοπη σπαθομάχαιρα με βαριά μπροστόβαρη λεπίδα και καμπύλη κλειστή ραμφόσχημη λαβή ξύλινη ή μεταλλική και η χρήση της ήταν περισσότερο για θλαστικά κτυπήματα καταφοράς παρά για νυκτικά κτυπήματα. Το πρόσθετο βάρος της κοπίδας και το κακό σχετικά ζύγισμά της δεν αποτέλεσε μειονέκτημα για το νέο όπλο που γρήγορα υιοθετήθηκε από όλες σχεδόν τις κατηγορίες των οπλιτών της εποχής.




ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΞΙΦΟΣ


Τα στρατεύματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου στις μάχες τους εναντίον των Περσών και όχι μόνο πολεμούσαν με τύπους ξιφών ήδη γνωστών και με δοκιμασμένη αποτελεσματικότητα όπως το οπλιτικό ξίφος και η κοπίδα. Το καθ’ αυτό μακεδονικό ξίφος παρουσιάστηκε κατά την μετά τον Μέγα Αλέξανδρο εποχή. Ουσιαστικά επρόκειτο για μιά περισσότερο εξελιγμένη μορφή του άορος και του οπλιτικού ξίφους με σαφή επιρροή και από το λακεδαιμονικό ξίφος.


Ήταν σχετικά κοντύτερο, ελαφρότερο και με μικρότερο πλάτος λάμας από το οπλιτικό ξίφος. Ήταν σαφώς νυκτικό όπλο αιχμηρό και με αυξημένη διατρητικότητα πλήν όμως ποτέ δεν θεωρήθηκε σαν όπλο πρωτεύον από τους Μακεδόνες εφ’ όσον μετά την σάρισσα σαν πρωτεύον όπλο θεωρούσαν το ακόντιο. Είχε μικρή σταυροειδή φύλαξη και η λαβή του που ήταν συνέχεια της λεπίδας του καλυπτόταν με ξύλο, μέταλλο ή οστό και κατέληγε σε καρδιόσχημο, ραμφόσχημο ή κυλινδρικό σφαίρωμα.


Η θήκη του ήταν δερμάτινη με μεταλλικά διακοσμητικά τελειώματα τόσο στο επάνω μέρος όσο και στο αιχμηρό κάτω μέρος της και εφέρετο στο αριστερό πλευρό κρεμασμένη με τελαμώνα από τον δεξιό ώμο. (Σχ.10)




ΣΗΜΕΙΩΣΗ


Λόγω της χρονολογικής παλαιότητας των ελληνικών ξιφών και του μη ιδιαίτερα ανθεκτικού των μετάλλων κατασκευής τους υπάρχουν λίγα δείγματα των ειδών τους σκορπισμένα σε όλη την λεκάνη της Μεσογείου και όχι μόνο.


Η ακριβής χρονολόγηση της αρχής ή του τέλους χρησιμοποίησης κάποιου απ’ αυτά τα όπλα είναι ασαφής και αδιευκρίνιστη. Επίσης αρκετά ασαφής και αδιευκρίνιστος είναι ο ακριβής χρόνος της μετάβασης από το ένα μέταλλο κατασκευής στο άλλο. Πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι το ένα μέταλλο χρονολογικά επικάλυπτε το άλλο με αποτέλεσμα να συνυπάρχουν κατά την μεταβατική χρονική περίοδο χάλκινα με ορειχάλκινα όπλα, ορειχάλκινα με σιδερένια και πολύ αργότερα σιδερένια με χαλύβδινα.




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:


1.Παύλος Δρανδάκης: Μεγάλη Ελληνική εγκυκλοπαίδεια

2.Οι Αρχαίοι Έλληνες: Νikolas Victor Secunda. Agnus Mac Bret. Eκδόσεις Euro Books
3.Peter Connolly: Η πολεμική τέχνη των Αρχαίων Ελλήνων.
4.Μανούσος Καμπούρης: Στρατιωτική Ιστορία. Τεύχη 1, 2 ,3, 4, 5, 7
5.Δημήτρης Γαρουφαλής: Στρατιωτική Ιστορία. Τεύχη 13, 18, 22
6.Δημήτρης Χριστοδούλου. Στρατιωτική Ιστορία. Τεύχος 20
7.Παντελής Καρύκας: Στρατιωτική Ιστορία. Τεύχος 46




Δημήτρης Νικολακόπουλος

Λαγονήσι
Νοέμβριος 2005

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου