Ιστότοπος εναλλακτικής ενημέρωσης, με σταχυολόγηση και παρουσίαση αξιοπρόσεκτων ειδήσεων και απόψεων.






AddThis

Bookmark and Share

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

Άγνωστα κάστρα της περιοχής Καστοριάς

 

από το ιστολόγιο Ιστορικά Καστοριάς

     

Εκτός από τους σχετικά γνωστούς περιτειχισμένους οικισμούς της περιοχής κατά την Αρχαιότητα, την Ρωμαϊκή και Βυζαντινή Εποχή, δηλαδή την Καστοριά, την Διοκλητιανούπολη και το Δισπηλιό, εντοπίστηκαν κατά καιρούς τα ίχνη και άλλων μικρών κάστρων. Οι πλειοψηφία τους παραμένει άγνωστη στο ευρύ κοινό και οι έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε αυτά είναι υποτυπώδεις και συνεχίζουν να χάνονται από τη βλάστηση και άλλες ανθρωπογενείς παρεμβάσεις. Οι μοναδικοί ερευνητές που ασχολήθηκαν με το θέμα είναι ο Α. Κεραμόπουλος την δεκαετία του '30 και σε νεότερα χρόνια ο Ν. Μουτσόπουλος. Αν και είναι γνωστά στους αρχαιολογικούς φορείς, έγιναν ελάχιστες δοκιμαστικές ανασκαφές και η χρονολόγησή τους καθίσταται αρκετά δύσκολη, μιάς και δεν σώζονται πολλά ίχνη, αλλά σίγουρό είναι ότι επεκτείνεται από τα χρόνια του αρχαίου Μακεδονικού Κράτους των Ορεστών έως το τέλος της Βυζαντινής Εποχής. Φυσικά, δεν μιλάμε για μεγάλα κάστρα, μάλλον περισσότερο για ορεινά πολίσματα (oppidum), προμαχώνες και καταφύγια, όπου κατεύφευγαν οι ντόπιοι σε περίοδο επιδρομών.
     Όλα είναι κτισμένα σε δυσπρόσιτες θέσεις που ελέγχουν τα περάσματα στο περίκλειστο από βουνά οροπέδιο της Καστοριάς. Ένα τέτοιο πέρασμα είναι και η κοιλάδα που ακολουθεί ο ρους του Αλιάκμονα στα ΝΑ του σημερινού νομού, στην περιοχή Κωσταραζίου-Βογατσικού. Δίοδοι από βορρά είναι η κοιλάδα του Λαδοποτάμου,  στην περιοχή των Κορεστείων και η ορεινή διάβαση της Βίγλιστας ΒΔ. Δυτικά, υπάρχουν ο αυχένας κοντά στην Διποταμία και η δύσβατη και στενή διαδρομή που ακολουθεί την ροή του Αλιάκμονα προς τις πηγές του και του Σαραντάπορου. Ανατολικά, η μοναδική  διάβαση, στρατηγικής σημασίας, είναι αυτή της Κλεισούρας.
 
Κάτοψη του κάστρου του Λογγά (σχέδιο Ν. Μουτσόπουλος)
Κάστρο Λογγά
     Το καλύτερα διατηρημένο κάστρο της περιοχής αναμφισβήτητα αποτελεί αυτό του Λογγά, που βρίσκεται στην κορυφή ενός μικρού λόφου, σε κοντινή απόσταση ανατολικά του Σιδηροχωρίου. Η πρόσβαση σε αυτό είναι αρκετά δύσκολη και πραγματοποιείται μόνο μέσω ενός περάσματος στη βόρεια πλευρά του κάστρου, γεγονός που το καθιστούσε ένα απροσπέλαστο και σημαντικό οχύρωμα. Ο μοναδικός που πραγματοποίησε πρόχειρες έρευνες εδώ είναι ο καθηγητής Ν. Μουτσόπουλος, ο οποίος διαπίστωσε ότι το βυζαντινό κάστρο, εδράζεται σε προγενέστερο περίβολο ενός ρωμαϊκού πολίσματος[1]. Το ρωμαϊκό τείχος ενισχύθηκε με πύργο την εποχή του Ιουστινιανού, στα πλαίσια των εκτεταμένων οχυρωματικών έργων που πραγματοποίησε για την προστασία των κατοίκων από τους βόρειους επιδρομείς. Ίσως το κάστρο Λάγης που περιλαμβάνεται στον μακρύ κατάλογο του Προκόπιου[2] για τις οχυρώσεις του Ιουστινιανού στην Μακεδονία και παραμένει αταύτιστο, όπως και τα περισσότερα εξάλλου, να αναφερεται εδώ[3]. Καταστράφηκε τον 7ο αι. από τις επιδρομές των Σλάβων και εγκαταλείφθηκε ‘εως τον 10ο αι., οπότε ανοικοδομήθηκε πάλι, μάλλον από τους Βουλγάρους. Τελικώς, καταστράφηκε το 1017 από τον Βασίλειο Β’[4].

Άποψη των οχυρώσεων στην κορυφή του λόφου
     Πρώτη ιστορική αναφορά για τον Λογγά συναντούμε στις περιγραφές των εκστρατειών εναντίον των Βουλγάρων του αυτοκράτορα Βασιλείου Β' (Βουλγαροκτόνου) από τον βυζαντινό χρονογράφο Ι. Σκυλίτζη: ''φρούριον το λεγόμενον Λογγά είλε την πολιορκία'[5]'. Ο αυτοκράτορας το 1017 συνεχίζει τον πόλεμο εναντίον του βούλγαρου Σαμουήλ στη Δυτική Μακεδονία και καταλαμβάνει ένα ένα τα πάλαι ποτέ βυζαντινά κάστρα που έπεσαν στα χέρια του. Φτάνοντας στην περιοχή βόρεια της Καστοριάς, επανακαταλαβάνει σχετικά εύκολα το κάστρο του Λογγά και κινείται προς την Καστοριά, μη μπορώντας όμως να καταλύσει την άμυνα των Βουλγάρων που την κατείχαν από το 990[6]. Ο Λογγάς καταστρέφεται ολοσχερώς και οι κάτοικοί του διασκορπίζονται στις γύρω περιοχές. Επόμενη μαρτυρία, που κατα πάσα πιθανότητα αναφέρεται σε αυτή την τοποθεσία αποτελεί αυτή του Γ. Ακροπολίτη, που περιγράφει τις συμπλοκές μεταξύ των στρατών της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας και του εξεγερμένου Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β' Κομνηνού Δούκα, που συνασπίστηκε με τους κατακτητές Νορμανδούς στα μέσα του 13ου αι. Τελικά, ο Μιχαήλ υποχωρεί και το 1259 δίνεται μια καθοριστική μάχη μεταξύ του βυζαντινού και του νορμανδικού στρατού στη θέση Βορίλλα Λόγγος[7], γνωστή ως μάχη της Πελαγονίας. Αν και η ονομασία Πελαγονία αναφέρεται στην περιοχή της Φλώρινας, το σύνολο των ερευνητών τοποθετεί τη θέση της μάχης πολύ κοντά στην Καστοριά, προς βορράν. Έτσι, ορισμένοι ιστορικοί την χαρακτηρίζουν ως μάχη της Καστοριάς, η οποία μάλλον διεξήχθη στην μικρή κοιλάδα βόρεια της λίμνης, κοντά στο παλιό κάστρο του Λογγά.
     Στο τέλος της Βυζαντινής Εποχής και τις αρχές της Τουρκοκρατίας δημιουργήθηκε στη ρίζα του λόφου, πιθανώς από απογόνους των κατοίκων του κάστρου, ο οικισμός της Λάκκας, 3 χλμ. ΝΔ του Τοιχιού. Όμως, και αυτός ο οικισμός εγκαταλείφθηκε σταδιακά μέχρι το 1880[8],  εξαιτίας κατολισθήσεων και πλημμυρών του χειμάρρου που κατεβαίνει από τη Βυσσινιά, σε συνδυασμό με τις λεηλασίες των Τουρκαλβανών που διέρχονταν από το πέρασμα. Οι κάτοικοι διασκορπίστηκαν και κατοίκησαν κυρίως στους τρεις γειτονικούς οικισμούς Τοιχιό, Σιδηροχώρι και Κεφαλάρι.
     Σήμερα, σώζεται το τείχος του κάστρου σε ύψος περίπου 1,70 μ., κτισμένο από ξερολιθιά χωρίς κονίαμα, που περιλαμβάνει μια έκταση 7 περίπου στρεμμάτων. Αρχικά, υπολογίζεται ότι είχε ύψος 2,5 - 3,0 μ., πάχος 2,20 μ. και είχε κλίση προς τα μέσα για αποτελεσματικότερη άμυνα, αφού υπήρχε μόνο ένας πύργος στην είσοδο. Στο εσωτερικό υπάρχουν εγκάρσιοι τοίχοι που διαχωρίζουν το κάστρο σε δύο επίπεδα[9], ενώ στο ΝΑ άκρο σώζονται τα ίχνη της εκκλησίας, μιας μικρής βασιλικής με περίβολο στο πίσω μέρος της. Ακόμη, έχουν βρεθεί πολλά θραύσματα κεραμικής και βησάλων, αγγεία και πιθάρια, υδραυλικού σωλήνες, δύο τάφοι και άλλα μεταλλικά αντικείμενα, όπως μαχαίρια, βέλη και κοσμήματα (πόρπες)[10] [11].

Προοπτικό σκίτσο της εκκλησίας στο Λογγά (σχέδιο Ν. Μουτσόπουλος)

Κάστρο Κωσταραζίου
    Το ΝΑ άκρο της περιοχής διαρέει ο ποταμός Αλιάκμονας, δημιουργώντας μιά κοιλάδα, που αποτελούσε τη βασική δίοδο από την Ελιμειώτιδα και το υπόλοιπο Μακεδονικό Κράτος. Από εδώ διερχόταν ακόμη, βασικοί δρόμοι της Ρωμαϊκής και Βυζαντινής Αυτοκρατοριάς που συνδέαν τη Θεσσαλονίκη με την Αυλώνα και το Δυρράχιο με την Λάρισα και τον Αλμυρό. Έτσι αναπτύχθηκαν μια σειρά από κάστρα και οχυρώματα, διάφορης χρονολόγησης, που επόπτευαν το πέρασμα. Αναμεσά τους εντάσσεται αυτό που βρίσκεται στη θέση Ψέλια ή Παλιόκαστρο, ΒΑ του Κωσταραζίου. Η ίδρυσή του τοποθετείται στο τέλος της Ρωμαϊκής Εποχής, στις αρχές του 4ο αι., και η ύπαρξή του συνεχίζεται σύμφωνα με τα ευρήματα, τουλάχιστον έως τον 6ο , όμως πιθανόν και μέχρι τα μεσοβυζαντινά χρόνια. Ο Μουτσόπουλος υποστηρίζει πως ο μοναδικός πύργος του κάστρου ανοικοδομήθηκε από τον Ιουστινιανό[12]. Δύσκολο όμως είναι και να ταυτιστεί με κάποιο από τα φρούρια που ανακαίνισε στα μέσα του 5ου αι., την εποχή ίδρυσης της Καστοριάς.
     Ανακαλύφθηκε τυχαία το 1939 επί πρωθυπουργίας του Μεταξά κατά την κατασκευή οχυρωμάτων της δεύτερης γραμμής άμυνας των συνόρων. Καταλαμβάνει μια μεγάλη έκταση, κυκλικής κάτοψης, στην κορυφή του υψώματος Τζουρτζούλα και απέναντι από το Παλιό Κωσταράζι. Μέσα στο κάστρο υπάρχουν ίχνη κατοικιών, οχυρωματικού πύργου και μιάς παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Ακόμη, βρέθηκαν εδώ 25 περίπου χάλκινα νομίσματα, που χρονολογούνται από την εποχή του Αυτοκράτορα Βαλεντιανού Β’ (375-392 μ.Χ) έως τα χρόνια του Ιουστινιανού (527-565 μ.Χ)[13]. Τέλος, η ύπαρξη ενός τέτοιου καταφυγίου εδώ προϋποθέτει την ύπαρξη και ενός σύγχρονου με αυτό οικισμού, πράγμα που όμως δεν έχει εντοπιστεί στην γύρω περιοχή.

Κάστρο Μπόζιγκραντ   
Ο λόφος έξω από την Ποντσάρα, που βρίσκεται
το κάστρο του Μπόζιγκραντ
  Το κάστρο του Μπόζιγκραντ εντοπίζεται σε έναν μικρό αλλά οχυρό λόφο, νότια του χωριού Ποντσάρα, 500 περίπου μέτρα από τα σύνορα της Ελλάδας με την Αλβανία, σε αλβανικό έδαφος σήμερα. Παρ΄όλα αυτά το εντάξαμε στα κάστρα της περιοχής, μιας και έλεγχε το πέρασμα από την Κορυτσά, το Βιθκούκι και την Μοσχόπολη προς την Καστοριά, ενώ η απόστασή του από τον σημερινό οικισμό των Κομνηνάδων είναι 2 χλμ. σε ευθεία γραμμή. Το κάστρο πιθανολογείται ότι κατασκευάστηκε στα όψιμα ρωμαϊκά χρόνια, διατηρήθηκε επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ελέγχοντας ένα σημαντικότατο πέρασμα, και εγκαταλείφθηκε περί τον 14ο αι., όπως υποστηρίζει ο αλβανός αρχαιολόγος Gjerak Karajskak που πραγματοποίησε έρευνες στο κάστρο[14]. Αναφορές γι αυτό συναντούμε πάλι σε σύγγραμα του Ι. Σκυλίτση για τις πολεμικές επιχειρήσεις του Βασίλειου Β' στην περιοχή: ''εν τώ παριέναι δε τό τε φρούριον είλε τα Βασόγραδα και ενέπρησε'[15]'. Βλέπουμε ότι το κάστρο αναφέρεται ως Βασόγραδα και μετονομάστηκε σε Μπόζιγκραντ τον καιρό της Τουρκοκρατίας. Σε μικρή απόσταση υπάρχει ο σύγχρονος μουσουλμανικός οικισμός του Μπόζιγκραντ, που μετονομάστηκε και αυτός στα νεότερα χρόνια σε Μιράς. Το 1017 ο Βασίλειος Β' πυρπόλησε και ανακατέλαβε το κάστρο από τα χέρια των Βουλγάρων, το οποίο όμως σε αντίθεση με αυτό του Λογγά φαίνεται να συνέχισε την ύπαρξή του μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Εποχής. Ο δρόμος που περνούσε από τον αυχένα ανάμεσα στα όρη Γράμμος και Μάλι Μάδι, στην περιοχή της Διποταμίας περίπου, χρησιμοποιούνταν ευρύτατα από την Αρχαιότητα έως τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, ως ένα πέρασμα από τη Μακεδονία στο αλβανικό έδαφος. Έτσι, καταλαβαίνουμε τη σημασία που πρέπει να είχε το κάστρο του Μπόζιγκραντ, που έλεγχε αυτό το πέρασμα και αποτελούσε καταφύγιο των κατοίκων των γύρω οικισμών.
    Τα ίχνη του οχυρώματος διατηρούνται σήμερα σε κακή κατάσταση, πάνω στον λόφο, ανατολικά του ποταμού Δεβόλ. Σε δύο πλευρές του λόφου υπάρχουν χαράδρες δύο ρεμάτων, που ενισχύουν ακόμη περισσότερο την οχυρότητά του. Το πλάτος του μερικώς σωζόμενου περιμετρικού τείχους κυμαίνεται από 1,70 έως 2,50 μ. και εσωκλείει μια έκταση 6 περίπου στρεμμάτων, που έχει σε κάτοψη σχήμα φασολιού. Πύργοι δεν εντοπίστηκαν, ενώ στο κάστρο βρέθηκαν ακόμη όστρακα της όψιμης αρχαιότητας[16].

Τα βυζαντινά ίχνη στο Βατοχώρι με θέα την στενή
κοιλάδα του Λαδοποτάμου (φωτ. Γ. Αλεξίου)
Κάστρα Κορεστείων
     Ο παραπόταμος του Αλιάκμονα, Λαδοπόταμος, διαρρέει μια στενή κοιλάδα με βόρειο προσανατολισμό, όπου αναπτύχθηκε στην Τουρκοκρατία ένα σύνολο οικισμών, γνωστά ως Κορέστεια. Η κοιλάδα αποτελούσε από την Αρχαιότητα σημαντικό πέρασμα που συνέδεε τις πόλεις της Ορεστίδας με την Πελαγονία, την περιοχή των λιμνών των Πρεσπών και της Οχρίδας, ακόμη και με γειτονικούς λαούς όπως οι Δάρδανοι και οι Ιλλύριοι. Την Βυζαντινή Εποχή αποτελούσε κύρια δίοδο των επιδρομέων, που κινούνταν προς την Καστοριά. Έτσι, απέκτησε σημαίνοντα ρόλο η φύλαξή αυτής της διάβασης, που θα λέγαμε ότι αποτελούσε το πέρασμα στην περιοχή από βορρά. Τα μικρά κάστρα που εντοπίστηκαν εδώ, δυστυχώς δεν ερευνήθηκαν αρκετά έως σήμερα, με αποτέλεσμα να διαθέτουμε μόνο ορισμένες απλές αναφορές γι’ αυτά.
     Αρχικά, ο Κεραμόπουλος μνημονεύει την ύπαρξη ιχνών τείχους με μεγάλο πλάτος και χωρίς ασβεστοκονίαμα, ΝΔ του Μακροχωρίου, πλησίον του δρόμου προς το χωριό Κώτας[17]. Γενικά, η έλλειψη κονιάματος στην κατασκευή κάποιου οχυρωματικού έργου δηλώνει ότι κατασκευάστηκε πριν την Βυζαντινή Εποχή, έτσι υποθέτουμε ότι η χρονολόγησή του ανάγεται στην περίοδο του αρχαίου βασίλειου της Ορεστίδας. Ακόμη, ο ίδιος  αναφέρει ότι σε ορεινή θέση του όρους Μάλι Μάδι πάνω από το Δεντροχώρι υπάρχουν λείψανα τείχους, επίσης χωρίς κονίαμα[18]. Εδώ, ίσως χρειάζεται μεγαλύτερη επιφύλαξη μήπως έγινε σύγχυση με τα οχυρώματα του Εμφυλίου Πολέμου στο βουνό, καθώς η θέση δεν εμφανίζεται σε αρχαιολογικούς χάρτες σε αντίθεση με αυτή στο Μακροχώρι.
Σωζόμενα λείψανα του οχυρωματικού περίβολου στο
καστρομονάστηρο του Βατοχωρίου (φωτ. Γ. Αλεξίου)
     Σε έναν μικρό οχυρό λόφο που εποπτεύει απόλυτα την κοιλάδα του Λαδοποτάμου, ανάμεσα από τους οικισμούς Γάβρος και Βατοχώρι, υπάρχει το κάστρο του Αγ. Αντωνίου, όπως το αποκαλούν οι ντόπιοι. Χρονολογείται στη Μεσοβυζαντινή Εποχή και οικοδομήθηκε μάλλον από τον Βασίλειο Β’ στις αρχές του 11ου αι. για την καλύτερη αντιμετώπιση των Βουλγάρων, σε αντικατάσταση του κατεστραμμένου Λογγά, μαζί με αυτά των Πρεσπών στο λόφο του Καλέ, στη Μικρολίμνη και ίσως στη νησίδα του Αγ. Αχιλλείου. Ο Κεραμόπουλος αναφέρει πως το τείχος είναι ασβεστόκτιστο, στην απότομη πλευρά του λόφου δεν υπάρχουν ίχνη του και ότι εδώ λέγεται πως βρέθηκαν νομίσματα ‘’του Αλεξάνδρου’’[19], πληροφορία που σαφώς είναι αδιευκρίνιστη. Εδώ ιδρύθηκε η βυζαντινή μονή της Ζωοδόχου Πηγής, που εγκαταλείφθηκε σε άγνωστη περίοδο. Η έκταση που περιλαμβάνει η οχύρωση είναι περίπου δύο στρέμματα και σώζονται στο βόρειο τμήμα της σωροί από οικοδομικές πέτρες και σπασμένα κεραμίδια, ίσως κατάλοιπα του καθολικού και των κελιών του[20].

Ο κωνικός λόφος του Κάστρου στο Νεστόριο
Κάστρο Νεστορίου
     Η μυθολογία θέλει ως ιδρυτή του Νεστορίου τον γιό του Αγαμέμνονα και αδερφό του Ορέστη, Νεστόριο. Ο Νεστόριος ίδρυσε την πόλη, όπως ο αδερφός του το Άργος Ορεστικό. Ο κόκκινος βράχος του κάστρου, που ονομάζεται ‘’βράχος του Πήγασου’’, σύμφωνα πάντα με τη μυθολογία, κοκκίνισε από το αίμα του φτερωτού αλόγου, που προσέκρουσε εδώ[21]. Για το κάστρο του Νεστορίου πιστεύεται ότι απλά πρόκειται για μιά φυσική ακρόπολη, που πήρε συμβατικά το όνομα Κάστρο. Δοκιμαστικές ανασκαφές όμως, έδειξαν την ύπαρξη οχύρωσης και ίχνη κατοίκησης σε διάφορες χρονικές περιόδους, ξεκινώντας από την Νεολιθική Εποχή, έως τα ρωμαϊκά χρόνια[22]. Στη βάση μάλιστα του λόφου που εδράζεται το κάστρο βρέθηκαν κατοικίες του 2ου και 3ου αι. μΧ, στην θέση Λόσκο. Έτσι, στο πολλά υποσχόμενο για το αρχαιολογικό έργο, Κάστρο του Νεστορίου, κρίνεται ως επιτακτική η συνέχιση και επέκταση των ανασκαφών.

Άλλα κάστρα
      Εκτός το κάστρο στο Κωσταραζί, το πέρασμα του Αλιάκμονα προς την Ορεστίδα αλλά και την άλλοτε ακμάζουζα Σισανιούπολη επόπτευαν μια σειρά από κάστρα και μικρά οχυρώματα, στις θέσεις Καστράκι Σιάτιστας, Σκαφιδάκι και Κτίσματα Εράτυρας, στον Αγ. Γεώργιο Πελεκάνου, στον λόφο Μαγούλα και στο βουνό Ριζό. Προς την Ορεστίδα ο Κεραμόπουλος αναφέρει ίχνη τείχους χωρίς ασβεστοκονίαμα, δυτικά της μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Δρυόβουνου, στα όρια των σημερινών νομών Καστοριάς και Κοζάνης[23]. Ένα ακόμη αρχαίο οχύρωμα, μάλλον της Εποχής του Σιδήρου, υπάρχει στην θέση Μελίσσι Γέρμα, αντικριστά απο αυτό στο Δρυόβουνο, λίγο βορειότερα. Ανάμεσά τους ανοίγεται η μικρή κοιλάδα του Γέρμα, όπου κυλάει ο παραπόταμος του Αλιάκμονα Πόρος.

Τα αρχαία τείχη στη θέση Μελίσσι Γέρμα (φωτ. Γ. Αλεξίου)
     Ανατολικά, την διάβαση της Κλεισούρας έλεγχαν τη Βυζαντινή Εποχή το κάστρο της Αναρράχης (Δέβρης) και το φρούριο που βρίσκεται στο μικρό ύψωμα ανατολικά του Βαρικού, στη θέση Άγιος Γεώργιος. Από την άλλη πλευρά του περάσματος εντοπίστηκαν αρχαίες οχυρώσεις στο ύψωμα βόρεια της Βέργας και στη θέση Καστρί ή Παλιοκκλήσι Κορησού, ΝΔ του οικισμού, σε μια κορυφή του ονώνυμου βουνού. Αμφότερες θέσεις εμφανίζονται σε αρχαιολογικούς χάρτες της περιοχής.
Ο μερικώς σωζόμενος ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος,
δίπλα στη λίμνη
     Ακόμη, ως αρκετά μεταγενέστερο οχύρωμα μπορούμε να αναφέρουμε αυτό στον μικρό λόφο νότια της Μεταμόρφωσης, δίπλα στην όχθη της λίμνης, που εποπτεύει όλο τον παραλίμνιο κάμπο. Εδώ φαίνεται ότι λειτούργησε καστρομονάστηρο, όπως και στο Βατοχώρι, καθώς έχουν εντοπιστεί ίχνη κελιών και περιμετρική οχύρωση, που προστάτευε την περιορισμένης έκτασης μονή. Βέβαιο είναι πάντως ότι εδώ αναφερόμαστε σε βυζαντινούς χρόνους, αφού ο μερικώς σωζόμενος ναός ανάγεται στον 9ο αι.
    Τέλος, αναφορές για ίχνη αρχαίου και ρωμαϊκού τείχους υπάρχουν για την περιοχή της Δραγασιάς[24], και αρχαίας οχύρωσης στην Πεντάβρυσο και σε διάφορες θέσεις του ορεινού όγκου των Οντρίων[25], πληροφορίες που σαφώς χρίζουν ελέγχου και περεταίρω έρευνας.    

Το σύνολο των οχυρώσεων της περιοχής
(περιτειχισμένες πόλεις, κάστρα, φρούρια, καστρομονάστηρα)



[1]  Ν. Μουτσόπουλος, Ανασκαφές σε Δυτικομακεδονικά κάστρα, ΑΕΜΘ 6 (1992), Θεσ/νίκη, 1995, σ. 3
[2]  Προκόπιος Καισαρεύς, Περί των του Δεσπότου Ιουστινιανού κτισμάτων,  τομ. 4, κεφ. 3, Loeb classical library, σελ. 280
[3]  Αυτή η άποψη ενισχύεται από το γεγονός ότι το αμέσως προηγούμενο κάστρο στη λίστα του Προκόπιου είναι αυτό των Πελέκων, για το οποίο υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές πως πρόκειται για αυτό του Πελεκάνου (Πέλκας), και έτσι υπάρχει μια χωρική σχέση μεταξύ τους, στην περίπτωση βέβαια που ο Προκόπιος αριθμεί με αυτόν τον τρόπο τα κάστρα του Ιουστινιανού στην Μακεδονία. Αντίθετα, απορρίπτεται αν θεωρήσουμε ότι όλη η Ορεστίδα (ειδικότερα το βόρειο τμήμα της όπου βρίσκεται ο Λογγάς) εντάχθηκε στην Επαρχία Θεσσαλίας κατά την περίοδο από τον 4ο έως τον 8ο αι., όπως γνωρίζουμε για την Διοκλητιανούπολη.
[4]  Ν. Μουτσόπουλος, Ανασκαφές σε Δυτικομακεδονικά κάστρα, ΑΕΜΘ 6 (1992), Θεσ/νίκη, 1995, σ. 2-4
[5]  Ι. Σκυλίτζης, Σύνοψις ιστοριών, Thurn, Βερολίνο, 1973, σ. 355
[6]  Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τ. Β’, Βάνιας, Θεσ/νίκη, 1993, σ. 465
[7]  Γ. Ακροπολίτης, Χρονική συγγραφή, Heisenberg, σ. 167
[8]  Ν. Σχινάς, Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας-Ηπείρου, Εν Αθήναις, 1886, σ. 245
[9]  Ν. Μουτσόπουλος, Κάστρον ο Λογγάς, περ. Κληρονομιά, τ. Β’, Θεσ/νίκη, 1986, σ. 316, 317
[10]  Ν. Μουτσόπουλος, Άγνωστα βυζαντινά κάστρα της Μακεδονίας, Νησίδες, Θεσ/νίκη, 2004, σ. 75, 76
[11]  Ν. Μουτσόπουλος, Ανασκαφές σε Δυτικομακεδονικά κάστρα, ΑΕΜΘ 6 (1992), Θεσ/νίκη, 1995, σ. 6-9
[12]  Ν. Μουτσόπουλος, Ανασκαφές σε Δυτικομακεδονικά κάστρα, ΑΕΜΘ 6 (1992), Θεσ/νίκη, 1995, σ. 3
[13]  Π. Ζάττας, Ρωμαιοβυζαντινό φρούριο στο Κωσταράζι Καστοριάς, περ. Μακεδονική Ζωή, τ. 136, 1977, σ. 42, 43
[14]  G. Karajkak-P. Lera, Fortifikimet e vona antike ne Rrethin e Korces, περ. Monumentet, τ. 7-8, 1974, σ. 91-101, 108-110
[15]  Ι. Σκυλίτζης, Σύνοψις ιστοριών, Thurn, Βερολίνο, 1973, σ. 356
[16]  Ν. Μουτσόπουλος, Το κάστρο Μπόζιγκραντ, περ. Βυζαντιακά, τ. 14, Θεσ/νίκη, 1994, σ. 243, 244
[17]  Α. Κεραμόπουλος, Ανασκαφαί και έρευναι εν τη Άνω Μακεδονία, Αρχαιολογική Επετηρίς, Αθήνα, 1932, σ. 94
[18]  ο.π, σ. 94
[19]  ο.π, σ. 94
[20]  Γ. Αλεξίου, Το βυζαντινό μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής Βατοχωρίου, αδημοσίευτο, σ. 4, 5
[21] Π. Αγγελής, Νεστόριον, μια εθνική έπαλξις του Γράμμου. Ιστορία-Μυθολογία-Λαογραφία, Νεστόριο, 1959, σ.
[22]  Χ. Τσούγγαρης, Ανασκαφικές έρευνες στο Ν. Καστοριάς, ΑΕΜΘ 11 (1997), Θεσ/νίκη, 1999, σ. 21
[23]  Α. Κεραμόπουλος, Ανασκαφαί και έρευναι εν τη Άνω Μακεδονία, Αρχαιολογική Επετηρίς, Αθήνα, 1932, σ. 93
[24]  Γ. Καραμήτρου-Μεντεσίδη, Βόϊον-Νότια Ορεστίς. Αρχαιολογική έρευνα και ιστορική τοπογραφία, Θεσ/νίκη, 1999, σ.
[25]  Α. Μπακαϊμης, Τα Όντρια, το βουνό μας, Σύλλογος Γόνων Βράχου, Θεσ/νίκη, 1980, σ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου