από την ΕΡΤ, Α.Π.Ε., ΒΙΣΑΛΤΗ, astronomia.gr, Εννέα Έτη Φωτός, ΟΛΥΜΠΙΑ, Ριζοσπάστης, Θρακική Εστία Εορδαίας, asxetos.gr
Για τους περισσότερους το καλοκαίρι ήδη άρχισε, όμως, σύμφωνα με το αστρονομικό ημερολόγιο, επίσημα ξεκινά την 21η Ιουνίου με το θερινό ηλιοστάσιο, το οποίο στο βόρειο ημισφαίριο λαμβάνει χώρα στις 20:16 ώρα Ελλάδος, σηματοδοτώντας τη μεγαλύτερη διάρκεια της μέρας και τη μικρότερη της νύχτας μέσα στο έτος. Από τις 22 Ιουνίου, η μέρα θα αρχίσει και πάλι να μικραίνει.
Ο άξονας περιστροφής του πλανήτη μας έχει κλίση περίπου 23,5 μοιρών, με αποτέλεσμα, καθώς η Γη περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της και παράλληλα περιφέρεται γύρω από τον Ήλιο, στις 21 Ιουνίου (και, καμιά φορά, στις 20 Ιουνίου) ο Βόρειος Πόλος βρίσκεται στο πλησιέστερο δυνατό σημείο προς το μητρικό μας άστρο, κατά την ετήσια τροχιά του. Αντίθετα, στο χειμερινό ηλιοστάσιο, ο Βόρειος Πόλος βρίσκεται στο πιο απομακρυσμένο σημείο από τον Ήλιο.
Αν και το βόρειο ημισφαίριο ουσιαστικά «κοιτάζει» στις 21 Ιουνίου τον Ήλιο από το πιο κοντινό σημείο που είναι δυνατό, η αποκορύφωση της θερμοκρασίας αργεί. Η χρονική υστέρηση κατά περίπου ενάμιση μήνα (μέχρι τις αρχές Αυγούστου) συμβαίνει επειδή χρειάζεται χρόνος μέχρι να συσσωρεύσουν και να αποβάλουν θερμότητα οι ωκεανοί του βορείου ημισφαιρίου, οι οποίοι ακόμα διατηρούν χαμηλή θερμοκρασία από την παγωνιά του χειμώνα, καθυστερώντας έτσι την άνοδο της θερμοκρασίας της υπερκείμενης ατμόσφαιρας.
Ο άξονας περιστροφής του πλανήτη μας έχει κλίση περίπου 23,5 μοιρών, με αποτέλεσμα, καθώς η Γη περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της και παράλληλα περιφέρεται γύρω από τον Ήλιο, στις 21 Ιουνίου (και, καμιά φορά, στις 20 Ιουνίου) ο Βόρειος Πόλος βρίσκεται στο πλησιέστερο δυνατό σημείο προς το μητρικό μας άστρο, κατά την ετήσια τροχιά του. Αντίθετα, στο χειμερινό ηλιοστάσιο, ο Βόρειος Πόλος βρίσκεται στο πιο απομακρυσμένο σημείο από τον Ήλιο.
Αν και το βόρειο ημισφαίριο ουσιαστικά «κοιτάζει» στις 21 Ιουνίου τον Ήλιο από το πιο κοντινό σημείο που είναι δυνατό, η αποκορύφωση της θερμοκρασίας αργεί. Η χρονική υστέρηση κατά περίπου ενάμιση μήνα (μέχρι τις αρχές Αυγούστου) συμβαίνει επειδή χρειάζεται χρόνος μέχρι να συσσωρεύσουν και να αποβάλουν θερμότητα οι ωκεανοί του βορείου ημισφαιρίου, οι οποίοι ακόμα διατηρούν χαμηλή θερμοκρασία από την παγωνιά του χειμώνα, καθυστερώντας έτσι την άνοδο της θερμοκρασίας της υπερκείμενης ατμόσφαιρας.
Κατά την θερινή τροπή στις 21 Ιουνίου, στους Δελφούς έχουμε διάρκεια ημέρας 14 ώρες και 50 λεπτά ακριβώς.
Η νύκτα βέβαια είναι 9 ώρες και 10 λεπτά.
Ο λόγος 14 50' / 9 10' = (14 5/6) / (9 1/6) δίνει τον 1.618 ήτοι τον χρυσό αριθμό φ (που είναι συζυγής με τον χ=0.618)
Έτσι οι Δελφοί είναι ομφαλός, (και) χρόνου.
Η γεωγραφική πραγματικότητα για τους Δελφούς δίνει ακόμα τη θέση ομφαλού και κατά την έννοια Ανατολή-Δύση, εφόσον η χρυσή τομή της ηλιακής απόστασης δηλαδή των μεσημβρινών από το ακρωτήριο Φινιστέρο της Ιβηρικής Χερσονήσου στον Ατλαντικό (δυτικό ηπειρωτικό άκρο της Ευρώπης) μέχρι την δυτική πλευρά του Καυκάσου (ανατολικό άκρο της Ευρώπης) ταυτίζεται με την θέση του μεσημβρινού των Δελφών.
..Ο Θρίαμβος του Φωτός, πιο επίκαιρος από ποτέ.
Ανάψτε σήμερα μια φωτιά μετά τη δύση του Ηλίου. Περάστε από πάνω και ευχηθείτε κάτι όμορφο, αγνό, ευγενές.. Θα γίνει πραγματικότητα.
Λίγα λόγια για τον εορτασμό και στους υπόλοιπους Γαιοκεντρικούς πολιτισμούς:
Ανάψτε σήμερα μια φωτιά μετά τη δύση του Ηλίου. Περάστε από πάνω και ευχηθείτε κάτι όμορφο, αγνό, ευγενές.. Θα γίνει πραγματικότητα.
Λίγα λόγια για τον εορτασμό και στους υπόλοιπους Γαιοκεντρικούς πολιτισμούς:
Το θερινό ηλιοστάσιο αποτελούσε πολύ σημαντικό γεγονός για το ανθρώπινο γένος μέχρι σχετικά πρόσφατα. Όλες δε οι αρχαίες κοινωνίες έκαναν πολυήμερες γιορτές γύρω από αυτή την ημερομηνία.
Οι Δρυίδες των αρχαίων Κελτών της Βρετανίας γιόρταζαν το (φως της ακτής) στο Στόουνχετζ. Στην αρχαία Κίνα ήταν η γιορτή για την γη, τις θηλυκές και γιν δυνάμεις, οι αρχαίοι Γαλάτες γιόρταζαν την Επόνα, θηλυκή θεότητα την οποία απεικόνιζαν να καβαλά μια φοράδα και ήταν η προσωποποίηση της γονιμότητας της κυριαρχίας και της γεωργίας και στην αρχαία Ρώμη τα Βεστάλια , η γιορτή προς τιμήν της Βεστά (Εστίας) κρατούσαν για μια εβδομάδα, Τα γερμανικά, κέλτικα και σλαβικά φύλα της κυρίως Ευρώπης γιόρταζαν ανάβοντας φωτιές. Ήταν η γιορτή της ερωτικής μαγείας και των προβλέψεων. Ήταν η νύχτα οι νεοι και οι νέες αντάλλαζαν ερωτικά σημάδια και πηδούσαν πάνω από τις τυχερές φωτιές. Πίστευαν ότι τα σπαρτά θα μεγάλωναν τόσο, όσο ψηλά θα πηδούσαν τα ζευγάρια. Αντίστοιχοι εορτασμοί γίνονται μέχρι σήμερα με το πρόσχημα της γιορτής του Αη Γιάννη.
Η ιθαγενής φυλή της Αμερικής Natchez έκανε την γιορτή της πρώτης συγκομιδής. Σε κανέναν δεν ήταν επιτρεπτό να μαζέψει το καλαμπόκι του πριν την λήξη της. Στην φυλή Χόπι οι άνδρες μεταμφιεζόταν σε Kachinas, τα πνεύματα χορευτές της βροχής, που μεταφέρουν τα μηνύματα των ανθρώπων στους θεούς.
…και ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές!
Χαλάστρα Θεσσαλονίκης το έθιμο του Αϊ-Γιαννιού του Κλήδονα
Κάθε χρόνο ,το τελευταίο τριήμερο (Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή) του Ιουνίου ,αναβιώνει στη Χαλάστρα Θεσσαλονίκης το έθιμο της Τζαμάλας και του Αϊ-Γιαννιού του Κλήδονα. Η αναβίωση και αναπαράσταση του εθίμου ξεκινάει το απόγευμα του Σαββάτου. Στις γειτονιές του Δήμου Χαλάστρας ανάβουν οι φωτιές (Τζαμάλες) και με τη συνοδεία παραδοσιακών οργάνων (Κλαρίνο, Ζουρνάς κ.λ.π.) στήνεται χορός γύρω από τη φωτιές.
- Στη συνέχεια η ομάδες ξεκινούν για την κεντρική πλατεία ,κρατώντας αναμμένες δάδες , όπου και ξεκινά το κυρίως μέρος της αναπαράστασης του εθίμου. Μία αναπαράσταση που εξιστορεί πως οι ελεύθερες κοπέλες έπρεπε να πάρουν το αμίλητο νερό από τα πηγαδάκια της περιοχής , τα τραγούδια και τις ευχές προς τον Άι-Γιάννη τον Κλήδονα που συνόδευαν όλη αυτή την ιεροτελεστία και τέλος την προετοιμασία της φωτιάς (Τζαμάλας) από τον αρχηγό της οικογένειας.
- Μετά το τέλος της αναπαράστασης ακολουθεί παραδοσιακό γλέντι γύρω από τη μεγάλη φωτιά (Τζαμάλα) που ανάβει στην πλατεία της Χαλάστρας. Την Παρασκευή και την Κυριακή υπάρχουν παραδοσιακές χορευτικές παραστάσεις υπό την αιγίδα του Κέντρου Νεότητας Χαλάστρας.
- Την Κυριακή μάλιστα υπάρχει και η γιορτή Μυδιού, όπου τοπικοί οστρακοπαραγωγοί μοιράζουν τοπικούς μεζέδες με βάση τα μύδια της περιοχής. Φέτος το έθιμο θα αναβιώσει 24 με 26 Ιουνίου 2005 με την ονομασία «ΓΙΟΡΤΕΣ ΒΑΡΔΑΡΗ 2005» και πραγματοποιείτε με την συμμετοχή του Χορευτικού Τμήματος του Κέντρου Νεότητας Χαλάστρας και τη βοήθεια του Προσκοπικού Ομίλου του Δήμου Χαλάστρας.
- Στη συνέχεια η ομάδες ξεκινούν για την κεντρική πλατεία ,κρατώντας αναμμένες δάδες , όπου και ξεκινά το κυρίως μέρος της αναπαράστασης του εθίμου. Μία αναπαράσταση που εξιστορεί πως οι ελεύθερες κοπέλες έπρεπε να πάρουν το αμίλητο νερό από τα πηγαδάκια της περιοχής , τα τραγούδια και τις ευχές προς τον Άι-Γιάννη τον Κλήδονα που συνόδευαν όλη αυτή την ιεροτελεστία και τέλος την προετοιμασία της φωτιάς (Τζαμάλας) από τον αρχηγό της οικογένειας.
- Μετά το τέλος της αναπαράστασης ακολουθεί παραδοσιακό γλέντι γύρω από τη μεγάλη φωτιά (Τζαμάλα) που ανάβει στην πλατεία της Χαλάστρας. Την Παρασκευή και την Κυριακή υπάρχουν παραδοσιακές χορευτικές παραστάσεις υπό την αιγίδα του Κέντρου Νεότητας Χαλάστρας.
- Την Κυριακή μάλιστα υπάρχει και η γιορτή Μυδιού, όπου τοπικοί οστρακοπαραγωγοί μοιράζουν τοπικούς μεζέδες με βάση τα μύδια της περιοχής. Φέτος το έθιμο θα αναβιώσει 24 με 26 Ιουνίου 2005 με την ονομασία «ΓΙΟΡΤΕΣ ΒΑΡΔΑΡΗ 2005» και πραγματοποιείτε με την συμμετοχή του Χορευτικού Τμήματος του Κέντρου Νεότητας Χαλάστρας και τη βοήθεια του Προσκοπικού Ομίλου του Δήμου Χαλάστρας.
Ο Κλήδονας και οι φωτιές του Αϊ - Γιαννιού
Ηρθε ξαφνικά και το θυμήθηκα σαν έπεσε η ματιά μου τυχαία στο ημερολόγιο του προηγούμενου μήνα. 23 Ιούνη. Παραμονή Αϊ - Γιαννιού. Πού να βρεθεί καιρός να τρέξεις στα παλιά, ποιος να βρεθεί να στο θυμίσει, έτσι που τα καθημερινά προβλήματα μας πνίγουν, έτσι που κυνηγάμε μ' αγωνία το μεροκάματο και το άγχος και ο μόχθος της ζωής μας συνθλίβουν.
Κοινωνικά αλλοτριωμένοι μέσα απ' τη συμπίεση των σχέσεων των συναναστροφών και των τσιμεντένιων πύργων. Μας τρομάζει η μοναξιά και μας κυριεύει ο φόβος και η αναξιοπιστία του διπλανού. Παλιά αγαπημένα πατροπαράδοτα ήθη κι έθιμα που σιγά - σιγά ξεφτίζουν, σβήνουν, χάνονται και ξεχνιούνται.
Ο Κλήδονας προέρχεται από την Ιωνική λέξη Κλήδων που σημαίνει ένα είδος μαντικής. Ο Κλήδονας γινότανε την παραμονή του Αϊ - Γιαννιού. Μετά τη δύση του ηλίου τα κορίτσια γέμιζαν ένα δοχείο με νερό - το λεγόμενο αμίλητο νερό - μέσα στο οποίο κάθε κοπέλα έριχνε κάποιο δικό της αντικείμενο(δαχτυλίδι, σταυρό, χτένα, σκουλαρίκι, κουμπί κ. ά.) που ονομάζονταν"Ριζικάρικο". Σκεπάζανε το δοχείο μ' ένα ύφασμα και το αφήνανε όλη νύχτα έξω στη δροσιά. Οταν το σκέπαζαν έλεγαν "Κλειδώνουμε τον Κλήδονα στου Αϊ - Γιαννιού τη χάρη κι όποια έχει το καλό να δώσει και να πάρει".
Την άλλη μέρα το βραδάκι ανοίγανε τον Κλήδονα με τον ακόλουθο στίχο: "Ανοίγουμε τον Κλήδονα στου Αϊ - Γιαννιού τη χάρη κι από 'χει ριζικό καλό σήμερα να το πάρει". Υστερα η αρχιμαστόρισσα, η πιο φωνακλού και κακαβρακάτη σήκωνε τις φούστες ψηλά να φαίνονται τα φραντζολάτα κατάλευκα μπούτια, έβγαζε ένα ένα τ' αντικείμενο, λέγοντας κάποιο δίστιχο που αντιστοιχούσε σ' αυτήν που το είχε.
Και κα κα κα τα γέλια και τα υπονοούμενα και οι ευχές και τα κουτσομπολιά και οι χαμηλοθωρούσες αλαφροκοκκίνιζαν πυρωμένες τάχατες απ' την ντροπή, μα κατάβαθα φχαριστημένες.
Την ίδια βραδιά γινότανε στις γειτονιές, τα σοκάκια, τις αλάνες και τις μικροπλατείες το μεγάλο πανηγύρι. Μεγάλοι και μικροί τρέχανε από νωρίς να μαζέψουν κουρελαρία για κάψιμο, παλιοσανίδες, άχυρα, καφάσια και καλάθια, παλιοστρώματα κ.ά. κι απάνω απάνω στη φωτιά οι ξεραμένοι Μάηδες.Λαμπάδιαζε ο ντουνιάς κι άρχιζε το γλέντι. Καιγότανε και φάνταζε ο τόπος. Πηδούσαν οι μεγάλοι τρεις φορές και χίλιες οι πιτσιρικάδες κι όταν διασταυρωνόντανε λέγανε κι από μια ευχή.
Οι φωτιές του Αϊ-Γιαννιού και το πήδημα της φωτιάς είναι από μια άποψη λείψανα των Διονυσιακών Μυστηρίων, κατά τα οποία οι Βακχίδες, στεφανωμένες με κισσούς, κρατούσαν ξύλινα ομοιώματα του Διόνυσου και χόρευαν και πηδούσαν πάνω απ' τη φωτιά. Η χριστιανική παράδοση λέει πως ο Αγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής που ζούσε στην έρημο, έκαιγε την εποχή αυτή τ' άγρια χορτάρια στα έλη, για να μην πηγαίνουν τα ζουζούνια και τα κουνούπια και γεννούν τ' αυγά τους.
Οπως και να το κάνεις, παλιά, αγαπημένα, ξέγνοιαστα κι ανθρώπινα έθιμα που ξέφτισαν και χάθηκαν κι απόμεινε μια μακρινή πικρή ανάμνηση για τα μακρινά πικρά παιδικά μας χρόνια.
Ηρθε ξαφνικά και το θυμήθηκα σαν έπεσε η ματιά μου τυχαία στο ημερολόγιο του προηγούμενου μήνα. 23 Ιούνη. Παραμονή Αϊ - Γιαννιού. Πού να βρεθεί καιρός να τρέξεις στα παλιά, ποιος να βρεθεί να στο θυμίσει, έτσι που τα καθημερινά προβλήματα μας πνίγουν, έτσι που κυνηγάμε μ' αγωνία το μεροκάματο και το άγχος και ο μόχθος της ζωής μας συνθλίβουν.
Κοινωνικά αλλοτριωμένοι μέσα απ' τη συμπίεση των σχέσεων των συναναστροφών και των τσιμεντένιων πύργων. Μας τρομάζει η μοναξιά και μας κυριεύει ο φόβος και η αναξιοπιστία του διπλανού. Παλιά αγαπημένα πατροπαράδοτα ήθη κι έθιμα που σιγά - σιγά ξεφτίζουν, σβήνουν, χάνονται και ξεχνιούνται.
Ο Κλήδονας προέρχεται από την Ιωνική λέξη Κλήδων που σημαίνει ένα είδος μαντικής. Ο Κλήδονας γινότανε την παραμονή του Αϊ - Γιαννιού. Μετά τη δύση του ηλίου τα κορίτσια γέμιζαν ένα δοχείο με νερό - το λεγόμενο αμίλητο νερό - μέσα στο οποίο κάθε κοπέλα έριχνε κάποιο δικό της αντικείμενο(δαχτυλίδι, σταυρό, χτένα, σκουλαρίκι, κουμπί κ. ά.) που ονομάζονταν"Ριζικάρικο". Σκεπάζανε το δοχείο μ' ένα ύφασμα και το αφήνανε όλη νύχτα έξω στη δροσιά. Οταν το σκέπαζαν έλεγαν "Κλειδώνουμε τον Κλήδονα στου Αϊ - Γιαννιού τη χάρη κι όποια έχει το καλό να δώσει και να πάρει".
Την άλλη μέρα το βραδάκι ανοίγανε τον Κλήδονα με τον ακόλουθο στίχο: "Ανοίγουμε τον Κλήδονα στου Αϊ - Γιαννιού τη χάρη κι από 'χει ριζικό καλό σήμερα να το πάρει". Υστερα η αρχιμαστόρισσα, η πιο φωνακλού και κακαβρακάτη σήκωνε τις φούστες ψηλά να φαίνονται τα φραντζολάτα κατάλευκα μπούτια, έβγαζε ένα ένα τ' αντικείμενο, λέγοντας κάποιο δίστιχο που αντιστοιχούσε σ' αυτήν που το είχε.
Και κα κα κα τα γέλια και τα υπονοούμενα και οι ευχές και τα κουτσομπολιά και οι χαμηλοθωρούσες αλαφροκοκκίνιζαν πυρωμένες τάχατες απ' την ντροπή, μα κατάβαθα φχαριστημένες.
Την ίδια βραδιά γινότανε στις γειτονιές, τα σοκάκια, τις αλάνες και τις μικροπλατείες το μεγάλο πανηγύρι. Μεγάλοι και μικροί τρέχανε από νωρίς να μαζέψουν κουρελαρία για κάψιμο, παλιοσανίδες, άχυρα, καφάσια και καλάθια, παλιοστρώματα κ.ά. κι απάνω απάνω στη φωτιά οι ξεραμένοι Μάηδες.Λαμπάδιαζε ο ντουνιάς κι άρχιζε το γλέντι. Καιγότανε και φάνταζε ο τόπος. Πηδούσαν οι μεγάλοι τρεις φορές και χίλιες οι πιτσιρικάδες κι όταν διασταυρωνόντανε λέγανε κι από μια ευχή.
Οι φωτιές του Αϊ-Γιαννιού και το πήδημα της φωτιάς είναι από μια άποψη λείψανα των Διονυσιακών Μυστηρίων, κατά τα οποία οι Βακχίδες, στεφανωμένες με κισσούς, κρατούσαν ξύλινα ομοιώματα του Διόνυσου και χόρευαν και πηδούσαν πάνω απ' τη φωτιά. Η χριστιανική παράδοση λέει πως ο Αγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής που ζούσε στην έρημο, έκαιγε την εποχή αυτή τ' άγρια χορτάρια στα έλη, για να μην πηγαίνουν τα ζουζούνια και τα κουνούπια και γεννούν τ' αυγά τους.
Οπως και να το κάνεις, παλιά, αγαπημένα, ξέγνοιαστα κι ανθρώπινα έθιμα που ξέφτισαν και χάθηκαν κι απόμεινε μια μακρινή πικρή ανάμνηση για τα μακρινά πικρά παιδικά μας χρόνια.
Βασίλης ΛΙΟΓΚΑΡΗΣ
Ο ΚΛΗΔΟΝΑΣ
Σε όλους τους ανθρώπους είναι κοινή η επιθυμία να ξέρουν τι μπορεί να τους συμβεί στο μέλλον. Οι άνθρωποι ακόμη σήμερα εξακολουθούν να πιστεύουν στην αστρολογία και τα ωροσκόπια, στους μάντηδες και τους προφήτες. Οι αρχαίοι λαοί δεν έκαναν τίποτε στη ζωή τους αν δεν συμβουλεύονταν πρώτα τους ιερείς, τους μάντεις και τα μαντεία. Ο λαός μας σήμερα πιστεύει πως ο Αϊ – Γιάννης φέρνει τύχες. Ο άγιος φανερώνει το ριζικό του ανθρώπου και για αυτό τον είπαν Ριζικάρη και Κλήδονα. Ο κλήδονας είναι ένα πανάρχαιο λατρευτικό έθιμο, ένα είδος μαντείας με ομαδικό και ψυχαγωγικό χαρακτήρα, που τελείται στις 24 Ιουνίου, προς τιμήν του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, ημέρα που η εκκλησία μας γιορτάζει το Γενέσιον του αγίου. Η λέξη κλήδονας είναι ίδια με την αρχαία λέξη «κλήδονα», τη φωνή δηλαδή που τυχόν άκουγε ξαφνικά κάποιος κι από εκείνο το διοσημείο φανταζόταν πως οι θεοί του έστελναν κάποιο μήνυμα – μάντευμα που προσπαθούσε να το εξηγήσει. Έτσι ο σημερινός Κλήδονας είναι καθαρά κληρομαντεία. Η γιορτή αυτή συνδέεται με τη λαϊκή πίστη και λατρεία και έχει την προέλευσή της στο θερινό ηλιοστάσιο. Το γύρισμα αυτό του χρόνου οι αρχέγονοι λαοί το θεωρούσαν σημαντικό πάντα και επικίνδυνο για τη ζωή τους. Έτσι ζητούσαν να προφυλαχτούν από αυτό με μαγικούς τρόπους, να το κάνουν ακίνδυνο και με την ευκαιρία αυτή να γνωρίσουν την τύχη τους. Ο Κλήδονας είναι γνωστότατη λαϊκή γιορτή σε ολόκληρη την Ελλάδα αλλά και σε όλη τη Θράκη, όπου η τέλεσή του παρουσιάζει αξιόλογες παραλλαγές. Στις 23 Ιουνίου, λοιπόν, το βράδυ στα τρίστρατα των δρόμων, σε κάθε γειτονιά ανάβουν φωτιές, οι γνωστές φωτιές του Αϊ – Γιάννη. Συναγωνίζονται μάλιστα για το ποια γειτονιά θα παρουσιάσει την καλύτερη και μεγαλύτερη φωτιά, φροντίζοντας για αυτό από πριν, ώστε να υπάρχουν συγκεντρωμένα ξύλα και κληματσίδες. Η φωτιά εξαγνίζει και διώχνει το κακό και χαράσσει με την πύρινη φλόγα της μια καινούρια αρχή. Συνδυάζεται βέβαια και με την ελληνική αρχοντιά, αφού οι νέοι πηδώντας τη φωτιά προβάλλουν την παλικαριά τους. Οι φωτιές τ’ Αϊ – Γιάννη ονομάζονται κατά τόπους αναφωτάριες, λαμπράτσες, φουνταριές και μπουμπούνες. Πρώτα τις πηδούν φυσικά οι πιο τολμηροί μέχρι να κατακαθίσει η φλόγα και ακολουθούν οι υπόλοιποι. Μέσα στη φωτιά ρίχνουν παλαιά σύνεργα της αγροτικής ζωής αλλά και Μαγιάτικα στεφάνια, που ήταν κρεμασμένα στις πόρτες των σπιτιών από το Μάη. Κάποιοι κρατούν μια πέτρα και την ώρα που πηδούν πάνω από τη φωτιά, την πετούν πίσω, πάνω από το κεφάλι τους λέγοντας: «ας φύγουν όλα τα κακά» ή «σίδερο η μέση μου, πέτρα το κεφάλι μου». Πηδούσαν τη φωτιά τρεις φορές, μια που ο αριθμός τρία είναι συμβολικός και άμεσα συνδεδεμένος με την παράδοση και τη θρησκεία μας. Με το τέλος της φωτιάς, παραμονή πάντα του Αϊ – Γιάννη, αρχίζει η προετοιμασία του Κλήδονα. Μια κοπέλα, που πρέπει απαραίτητα να έχει ζωντανούς τους γονιούς της, θα πάει να πάρει θαλάσσιο νερό σε «κακκάβι» και πρέπει να είναι «αμίλητο νερό». Δηλαδή θα το φέρει κρυφά και δεν θα μιλήσει σε κανένα σε όλο το δρόμο που θα κάνει έως ότου το αποθέσει στο ορισμένο σπίτι. Εκεί τα νέα κορίτσια και αγόρια θα ρίξουν το «ριζικάρι» τους (δαχτυλίδι, χάντρα, παραμάνα, σκουλαρίκι, κουμπί, κ.τ.λ.). Θα σκεπάσουν έπειτα το δοχείο με κόκκινο μαντήλι και θα το αφήσουν εκτεθειμένο στο ύπαιθρο όλο το βράδυ «για να το δγει τ’ αστρο», να αστριστεί, για να αποκτήσει μαντικές ικανότητες και να πει τα μελλούμενα. Το πρωί ανήμερα του Αϊ – Γιαννιού συγκεντρώνονται για να ανοίξουν τον Κλήδονα. Το κορίτσι που θα τον ανοίξει ονομάζεται «ριζικάρα» και θα πρέπει να είναι ανύπαντρο, πρωτότοκο και να ζουν οι γονείς του. Σκεπάζεται λοιπόν η ριζικάρα με το κόκκινο πανί που κάλυπτε το αμίλητο νερό και ανακατεύει με το δεξί χέρι τα αντικείμενα μέσα στο δοχείο. Ο Κλήδονας έτσι θα ανοίξει τα χαρούμενα με ένα τραγούδι:Ανοίξατε τον Κλήδονα με του Αϊ – Γιαννιού τη χάρη.Σήμερα φανερώνονται οι καλορριζικάροι. Στη συνέχεια, το κορίτσι βλέποντας τα αντικείμενα που βγάζει έξω από το αμίλητο νερό ένα – ένα, λέει και το σχετικό στιχάκι, που συνήθως είναι σκωπτικό, χιουμοριστικό, ειρωνικό και αναφέρεται στον έρωτα, στην αγάπη, στο γάμο, τη ζωή, το θάνατο, τον πλούτο, τη φτώχεια, τη δυστυχία ή την ευτυχία. Έδιναν βέβαια μεγάλη σημασία στο πρώτο αντικείμενο που θα έβγαινε από το αμίλητο νερό, γιατί πίστευαν πως ο κάτοχος του είναι τυχερός και θα αρραβωνιαζόταν μέσα στο χρόνο. Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφέρουμε μερικά στιχάκια που ακούγονταν:Πρώτης της καλότυχηςΚαλά θα πάνε ούλαΓαμπρός πάει γυρεύοντας Λεβέντης με σακούλα. Καρδιά μου ήσουν λεύτερη Ποιος σου ‘πε να ‘γαπήσειςΕκεί που ‘σουν βασίλισσαΣκλάβα να καταντήσεις. Ούλοι στραβή σε λένε πιαΜα εσύ αλληθωρίζειςΤο βόδι απ’ το γάιδαροΔεν το ξεχωρίζεις.Κάθε λεπτό στον ύπνο μουΣε σκέφτομαι μικρή μουΚαι έτσι μου κάνεις όμορφη Την ψεύτικη ζωή μου. Σα φουρτουνιάσει η θάλασσαΚαι βγούνε τα χταπόδιαΤότε και εσύ θα παντρευτείςΜε τα στραβά σου πόδια. Η μάνα σου έχει κεφαλή Παλιά και σκουριασμένηΜην την ακούς γιατί θα βγειςΜεσ’ στη ζωή χαμένη. Σ’ άλλη καμιά δε μοιάζουνεΤα μάτια τα δικά σουΚαι θέλω να τ’ αρνηθώΜα με τραβούν κοντά σου. Σα μάθει ο σκύλος γράμματα Κι η γάτα να διαβάζειΤότε και συ θα παντρευτείςΝα κάνει ο κόσμος χάζι. Το αμίλητο νερό μιλάει λοιπόν και λέει το ριζικό, την τύχη του καθενός μέσα από τα στιχάκια. Την ημέρα αυτή, οι κοπέλες συνήθως το μεσημέρι πηγαίνουν στο πηγάδι. Καλύπτουν το κεφάλι με μια πετσέτα και τοποθετούν ένα καθρέφτη σε τέτοια θέση, ώστε να βλέπει το βυθό του πηγαδιού και κοιτάζοντας σε αυτόν αναγνωρίζουν το πρόσωπο εκείνου που θα γίνει το ταίρι τους στη ζωή. Επίσης τη βραδιά αυτή κι αφού έχουν βγει προηγουμένως όλα τα αντικείμενα από το αμίλητο νερό, οι κοπέλες γεμίζουν το στόμα τους με το νερό του Κλήδονα και προχωρούν στις γειτονιές. Το πρώτο όνομα που θα ακούσουν λέγεται ότι είναι αυτός που θα παντρευτούν. Στο Βασιλικό, 40 χιλιόμετρα στα νότια της Σωζούπολης, ο Κλήδονας ήταν πολύ πειραχτικός. Μια ιδιομορφία του Κλήδονα του Βασιλικού ήταν πως όταν τελείωνε η τελετή, τέσσερα κοριτσάκια κρατώντας από μια ανθοδέσμη μολόχες κι από ένα ραβδί, που στην κορυφή του έδεναν ένα άσπρο σεντόνι, σχημάτιζαν μια ομπρέλα. Κάτω από την ομπρέλα βρισκόταν ένα άλλο κοριτσάκι που κρατούσε τον Κλήδονα. Έτσι πήγαιναν στα σπίτια του χωριού και τα ράντιζαν ενώ έλεγαν ένα δύο στιχάκια «για το καλό» και έπαιρναν φιλοδωρήματα. παρόμοια εκδήλωση με τα τέσσερα κοριτσάκια γινόταν και στην Αγαθούπολη όπου τον Κλήδονα τον έλεγαν Καλόχρονο. Στη Στενήμαχο, τον Κλήδονα τον έλεγαν Καληνύτσα. Τα κορίτσια διάλεξαν κάποια από τις πιο μικρούλες κοπελιές και τις έντυναν σαν νύφη. Ενώ την περιέφεραν στην εξοχή την τραγουδούσαν:Καληνύτσα στολισμένη δώδεκα χρονώ,δώδεκα χρονώ την πήρεν ο γιανίτσαρος, να την μάθει το τοξάρι και τον πόλεμο. Συνήθιζαν την πομπή αυτή των κοριτσιών να τη συνοδεύουν δύο νέοι, στενοί συγγενείς τους και να παίζουν το ρόλο του φύλακα. Αφού η συνοδεία με τα κορίτσια επέστρεφε με χορούς και τραγούδια από την εξοχή, η Καληνύτσα θα έβγαζε στο σπίτι της τα ριζικάρια από το δοχείο ύστερα από την εκφώνηση των μαντικών διστίχων. Λέγεται ότι το έθιμο αυτό προήλθε από τα χρόνια του γιανιτσαρισμού, όταν κάποιος Γενίτσαρος έκλεψε μια Ρωμιοπούλα, άγνωστο αν ήταν με τη θέλησή της ή όχι. Το όνομά της βγήκε Καληνύτσα κατά συγκοπή προφανώς του φι: Καλή – νυφίτσα = Καληνύτσα. Αλλού αναφέρεται ως Καλλινίτσα και ετυμολογικά το όνομά της προέρχεται από το Καλή – Ανίτσα. Η ηρωίδα αυτή ήταν ένα αγριοκόριτσο, που αντί να ασχολείται με κοριτσίστικες δουλειές, πήγαινε να μάθει την τέχνη του πολέμου σε έναν καλό χειριστή του τόξου, τον Γιάννο τον Γιαννίτσαρο. Ο Γιάννος εκτός από τα πολεμικά, καταγινόταν με την αστρολογία και τη μαντική. Καληνύτσα την έλεγαν και στην Αδριανούπολη. Εδώ τρεις γυναίκες πρωτοστέφανες στολίζουν ένα κοριτσάκι 8 – 10 χρόνων, που πρέπει να έχει ζωντανούς τους γονιούς του. Του βάζουν στο κεφάλι στεφάνι από λουλούδια και βασιλικό. Τραγουδώντας το τραγούδι του Κλήδονα θα περιέλθουν όλα τα πηγάδια της γειτονιάς και αφού αντλήσουν από αυτά νερό, το ρίχνουν σε ένα «μπακιρτσάκι», που η Καληνύτσα θα το χύσει με το πόδι της τρεις φορές. Μόλις γυρίσουν στο σπίτι όπου θα γίνει η τελετή, θα ρίξουν στο δοχείο με το νερό τα σημάδια τους η καθεμία κοπελίτσα. Θα σκεπάσουν το δοχείο με πετσέτα και οι τρεις γυναίκες αφού θα πάρουν μια κλειδωνιά, θα σηκώσουν το μπακίρι και θα το δώσουν στα κορίτσια. Εκείνα στον κήπο θα κλειδώσουν την κλειδωνιά. Τότε η μία γυναίκα θα ρωτήσει τις άλλες:- Τι κλειδώνετε;- Τις τύχες των κοριτσιών, θα απαντήσουν εκείνες Αυτά θα τα πούνε τρεις φορές και έπειτα θα τα αφήσουν. Την άλλη ημέρα, πριν ανατείλει καλά καλά ο ήλιος, θα μαζευτούν πάλι, θα πάρουν το μπακίρι και θα λένε:- Τι ξεκλειδώνετε;- Ξεκλειδώνουμε τις τύχες των κοριτσιών, θα απαντήσουν οι άλλες. Ύστερα θα πάρει στα χέρια της η Καληνύτσα το δοχείο και θα βγάζει το ένα σημάδι μετά το άλλο, ενώ θα λέει και ένα δίστιχο. Το πρώτο θα ανήκει σε αυτήν:Σήμερα είναι τ’ Αγιαννιού, είναι μεγάλη χάρη όσα σεντούκια κι άνοιξα όλα δικά μου να ‘νι. Το βράδυ της παραμονής, στην περιοχή της Σωζοαγαθούπολης, κυριαρχούσε ένα άλλο έθιμο. Όλος ο θηλυκόκοσμος έπρεπε να πάει στη θάλασσα να βουτήξει τα πόδια του ή να κολυμπήσει και να αλληλοβρεχτεί. Συνήθιζαν ακόμη να παίρνουν ένα λιθαράκι με βρύο, που το τοποθετούσαν πίσω από την πόρτα του υπνοδωματίου τους για να «ριζώσει» το σπιτικό τους. Με την επιστροφή από τη θάλασσα άναβαν τις φωτιές που τις «πορπηδούσαν τρεις φορές κι έλεγαν «Σέμπα Καλόχρονε – Σέβα Κακόχρονε». Αν έξω από το λιμάνι εκείνη την ημέρα τύχαινε να αρμενίζει υπερπόντιο καράβι που ανήκε σε Αγαθουπολίτες, πάνω στην κουβέρτα άναβαν φωτιά και πηδούσαν όλοι οι ναύτες. Το άναμμα της φωτιάς γενικότερα είναι κατάλοιπο της πανάρχαιας ηλικιακής μαγείας και διατηρήθηκε στις γιορτές της φωτιάς σε όλο τον κόσμο.
Ο ΚΛΗΔΟΝΑΣ
Σε όλους τους ανθρώπους είναι κοινή η επιθυμία να ξέρουν τι μπορεί να τους συμβεί στο μέλλον. Οι άνθρωποι ακόμη σήμερα εξακολουθούν να πιστεύουν στην αστρολογία και τα ωροσκόπια, στους μάντηδες και τους προφήτες. Οι αρχαίοι λαοί δεν έκαναν τίποτε στη ζωή τους αν δεν συμβουλεύονταν πρώτα τους ιερείς, τους μάντεις και τα μαντεία. Ο λαός μας σήμερα πιστεύει πως ο Αϊ – Γιάννης φέρνει τύχες. Ο άγιος φανερώνει το ριζικό του ανθρώπου και για αυτό τον είπαν Ριζικάρη και Κλήδονα. Ο κλήδονας είναι ένα πανάρχαιο λατρευτικό έθιμο, ένα είδος μαντείας με ομαδικό και ψυχαγωγικό χαρακτήρα, που τελείται στις 24 Ιουνίου, προς τιμήν του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, ημέρα που η εκκλησία μας γιορτάζει το Γενέσιον του αγίου. Η λέξη κλήδονας είναι ίδια με την αρχαία λέξη «κλήδονα», τη φωνή δηλαδή που τυχόν άκουγε ξαφνικά κάποιος κι από εκείνο το διοσημείο φανταζόταν πως οι θεοί του έστελναν κάποιο μήνυμα – μάντευμα που προσπαθούσε να το εξηγήσει. Έτσι ο σημερινός Κλήδονας είναι καθαρά κληρομαντεία. Η γιορτή αυτή συνδέεται με τη λαϊκή πίστη και λατρεία και έχει την προέλευσή της στο θερινό ηλιοστάσιο. Το γύρισμα αυτό του χρόνου οι αρχέγονοι λαοί το θεωρούσαν σημαντικό πάντα και επικίνδυνο για τη ζωή τους. Έτσι ζητούσαν να προφυλαχτούν από αυτό με μαγικούς τρόπους, να το κάνουν ακίνδυνο και με την ευκαιρία αυτή να γνωρίσουν την τύχη τους. Ο Κλήδονας είναι γνωστότατη λαϊκή γιορτή σε ολόκληρη την Ελλάδα αλλά και σε όλη τη Θράκη, όπου η τέλεσή του παρουσιάζει αξιόλογες παραλλαγές. Στις 23 Ιουνίου, λοιπόν, το βράδυ στα τρίστρατα των δρόμων, σε κάθε γειτονιά ανάβουν φωτιές, οι γνωστές φωτιές του Αϊ – Γιάννη. Συναγωνίζονται μάλιστα για το ποια γειτονιά θα παρουσιάσει την καλύτερη και μεγαλύτερη φωτιά, φροντίζοντας για αυτό από πριν, ώστε να υπάρχουν συγκεντρωμένα ξύλα και κληματσίδες. Η φωτιά εξαγνίζει και διώχνει το κακό και χαράσσει με την πύρινη φλόγα της μια καινούρια αρχή. Συνδυάζεται βέβαια και με την ελληνική αρχοντιά, αφού οι νέοι πηδώντας τη φωτιά προβάλλουν την παλικαριά τους. Οι φωτιές τ’ Αϊ – Γιάννη ονομάζονται κατά τόπους αναφωτάριες, λαμπράτσες, φουνταριές και μπουμπούνες. Πρώτα τις πηδούν φυσικά οι πιο τολμηροί μέχρι να κατακαθίσει η φλόγα και ακολουθούν οι υπόλοιποι. Μέσα στη φωτιά ρίχνουν παλαιά σύνεργα της αγροτικής ζωής αλλά και Μαγιάτικα στεφάνια, που ήταν κρεμασμένα στις πόρτες των σπιτιών από το Μάη. Κάποιοι κρατούν μια πέτρα και την ώρα που πηδούν πάνω από τη φωτιά, την πετούν πίσω, πάνω από το κεφάλι τους λέγοντας: «ας φύγουν όλα τα κακά» ή «σίδερο η μέση μου, πέτρα το κεφάλι μου». Πηδούσαν τη φωτιά τρεις φορές, μια που ο αριθμός τρία είναι συμβολικός και άμεσα συνδεδεμένος με την παράδοση και τη θρησκεία μας. Με το τέλος της φωτιάς, παραμονή πάντα του Αϊ – Γιάννη, αρχίζει η προετοιμασία του Κλήδονα. Μια κοπέλα, που πρέπει απαραίτητα να έχει ζωντανούς τους γονιούς της, θα πάει να πάρει θαλάσσιο νερό σε «κακκάβι» και πρέπει να είναι «αμίλητο νερό». Δηλαδή θα το φέρει κρυφά και δεν θα μιλήσει σε κανένα σε όλο το δρόμο που θα κάνει έως ότου το αποθέσει στο ορισμένο σπίτι. Εκεί τα νέα κορίτσια και αγόρια θα ρίξουν το «ριζικάρι» τους (δαχτυλίδι, χάντρα, παραμάνα, σκουλαρίκι, κουμπί, κ.τ.λ.). Θα σκεπάσουν έπειτα το δοχείο με κόκκινο μαντήλι και θα το αφήσουν εκτεθειμένο στο ύπαιθρο όλο το βράδυ «για να το δγει τ’ αστρο», να αστριστεί, για να αποκτήσει μαντικές ικανότητες και να πει τα μελλούμενα. Το πρωί ανήμερα του Αϊ – Γιαννιού συγκεντρώνονται για να ανοίξουν τον Κλήδονα. Το κορίτσι που θα τον ανοίξει ονομάζεται «ριζικάρα» και θα πρέπει να είναι ανύπαντρο, πρωτότοκο και να ζουν οι γονείς του. Σκεπάζεται λοιπόν η ριζικάρα με το κόκκινο πανί που κάλυπτε το αμίλητο νερό και ανακατεύει με το δεξί χέρι τα αντικείμενα μέσα στο δοχείο. Ο Κλήδονας έτσι θα ανοίξει τα χαρούμενα με ένα τραγούδι:Ανοίξατε τον Κλήδονα με του Αϊ – Γιαννιού τη χάρη.Σήμερα φανερώνονται οι καλορριζικάροι. Στη συνέχεια, το κορίτσι βλέποντας τα αντικείμενα που βγάζει έξω από το αμίλητο νερό ένα – ένα, λέει και το σχετικό στιχάκι, που συνήθως είναι σκωπτικό, χιουμοριστικό, ειρωνικό και αναφέρεται στον έρωτα, στην αγάπη, στο γάμο, τη ζωή, το θάνατο, τον πλούτο, τη φτώχεια, τη δυστυχία ή την ευτυχία. Έδιναν βέβαια μεγάλη σημασία στο πρώτο αντικείμενο που θα έβγαινε από το αμίλητο νερό, γιατί πίστευαν πως ο κάτοχος του είναι τυχερός και θα αρραβωνιαζόταν μέσα στο χρόνο. Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφέρουμε μερικά στιχάκια που ακούγονταν:Πρώτης της καλότυχηςΚαλά θα πάνε ούλαΓαμπρός πάει γυρεύοντας Λεβέντης με σακούλα. Καρδιά μου ήσουν λεύτερη Ποιος σου ‘πε να ‘γαπήσειςΕκεί που ‘σουν βασίλισσαΣκλάβα να καταντήσεις. Ούλοι στραβή σε λένε πιαΜα εσύ αλληθωρίζειςΤο βόδι απ’ το γάιδαροΔεν το ξεχωρίζεις.Κάθε λεπτό στον ύπνο μουΣε σκέφτομαι μικρή μουΚαι έτσι μου κάνεις όμορφη Την ψεύτικη ζωή μου. Σα φουρτουνιάσει η θάλασσαΚαι βγούνε τα χταπόδιαΤότε και εσύ θα παντρευτείςΜε τα στραβά σου πόδια. Η μάνα σου έχει κεφαλή Παλιά και σκουριασμένηΜην την ακούς γιατί θα βγειςΜεσ’ στη ζωή χαμένη. Σ’ άλλη καμιά δε μοιάζουνεΤα μάτια τα δικά σουΚαι θέλω να τ’ αρνηθώΜα με τραβούν κοντά σου. Σα μάθει ο σκύλος γράμματα Κι η γάτα να διαβάζειΤότε και συ θα παντρευτείςΝα κάνει ο κόσμος χάζι. Το αμίλητο νερό μιλάει λοιπόν και λέει το ριζικό, την τύχη του καθενός μέσα από τα στιχάκια. Την ημέρα αυτή, οι κοπέλες συνήθως το μεσημέρι πηγαίνουν στο πηγάδι. Καλύπτουν το κεφάλι με μια πετσέτα και τοποθετούν ένα καθρέφτη σε τέτοια θέση, ώστε να βλέπει το βυθό του πηγαδιού και κοιτάζοντας σε αυτόν αναγνωρίζουν το πρόσωπο εκείνου που θα γίνει το ταίρι τους στη ζωή. Επίσης τη βραδιά αυτή κι αφού έχουν βγει προηγουμένως όλα τα αντικείμενα από το αμίλητο νερό, οι κοπέλες γεμίζουν το στόμα τους με το νερό του Κλήδονα και προχωρούν στις γειτονιές. Το πρώτο όνομα που θα ακούσουν λέγεται ότι είναι αυτός που θα παντρευτούν. Στο Βασιλικό, 40 χιλιόμετρα στα νότια της Σωζούπολης, ο Κλήδονας ήταν πολύ πειραχτικός. Μια ιδιομορφία του Κλήδονα του Βασιλικού ήταν πως όταν τελείωνε η τελετή, τέσσερα κοριτσάκια κρατώντας από μια ανθοδέσμη μολόχες κι από ένα ραβδί, που στην κορυφή του έδεναν ένα άσπρο σεντόνι, σχημάτιζαν μια ομπρέλα. Κάτω από την ομπρέλα βρισκόταν ένα άλλο κοριτσάκι που κρατούσε τον Κλήδονα. Έτσι πήγαιναν στα σπίτια του χωριού και τα ράντιζαν ενώ έλεγαν ένα δύο στιχάκια «για το καλό» και έπαιρναν φιλοδωρήματα. παρόμοια εκδήλωση με τα τέσσερα κοριτσάκια γινόταν και στην Αγαθούπολη όπου τον Κλήδονα τον έλεγαν Καλόχρονο. Στη Στενήμαχο, τον Κλήδονα τον έλεγαν Καληνύτσα. Τα κορίτσια διάλεξαν κάποια από τις πιο μικρούλες κοπελιές και τις έντυναν σαν νύφη. Ενώ την περιέφεραν στην εξοχή την τραγουδούσαν:Καληνύτσα στολισμένη δώδεκα χρονώ,δώδεκα χρονώ την πήρεν ο γιανίτσαρος, να την μάθει το τοξάρι και τον πόλεμο. Συνήθιζαν την πομπή αυτή των κοριτσιών να τη συνοδεύουν δύο νέοι, στενοί συγγενείς τους και να παίζουν το ρόλο του φύλακα. Αφού η συνοδεία με τα κορίτσια επέστρεφε με χορούς και τραγούδια από την εξοχή, η Καληνύτσα θα έβγαζε στο σπίτι της τα ριζικάρια από το δοχείο ύστερα από την εκφώνηση των μαντικών διστίχων. Λέγεται ότι το έθιμο αυτό προήλθε από τα χρόνια του γιανιτσαρισμού, όταν κάποιος Γενίτσαρος έκλεψε μια Ρωμιοπούλα, άγνωστο αν ήταν με τη θέλησή της ή όχι. Το όνομά της βγήκε Καληνύτσα κατά συγκοπή προφανώς του φι: Καλή – νυφίτσα = Καληνύτσα. Αλλού αναφέρεται ως Καλλινίτσα και ετυμολογικά το όνομά της προέρχεται από το Καλή – Ανίτσα. Η ηρωίδα αυτή ήταν ένα αγριοκόριτσο, που αντί να ασχολείται με κοριτσίστικες δουλειές, πήγαινε να μάθει την τέχνη του πολέμου σε έναν καλό χειριστή του τόξου, τον Γιάννο τον Γιαννίτσαρο. Ο Γιάννος εκτός από τα πολεμικά, καταγινόταν με την αστρολογία και τη μαντική. Καληνύτσα την έλεγαν και στην Αδριανούπολη. Εδώ τρεις γυναίκες πρωτοστέφανες στολίζουν ένα κοριτσάκι 8 – 10 χρόνων, που πρέπει να έχει ζωντανούς τους γονιούς του. Του βάζουν στο κεφάλι στεφάνι από λουλούδια και βασιλικό. Τραγουδώντας το τραγούδι του Κλήδονα θα περιέλθουν όλα τα πηγάδια της γειτονιάς και αφού αντλήσουν από αυτά νερό, το ρίχνουν σε ένα «μπακιρτσάκι», που η Καληνύτσα θα το χύσει με το πόδι της τρεις φορές. Μόλις γυρίσουν στο σπίτι όπου θα γίνει η τελετή, θα ρίξουν στο δοχείο με το νερό τα σημάδια τους η καθεμία κοπελίτσα. Θα σκεπάσουν το δοχείο με πετσέτα και οι τρεις γυναίκες αφού θα πάρουν μια κλειδωνιά, θα σηκώσουν το μπακίρι και θα το δώσουν στα κορίτσια. Εκείνα στον κήπο θα κλειδώσουν την κλειδωνιά. Τότε η μία γυναίκα θα ρωτήσει τις άλλες:- Τι κλειδώνετε;- Τις τύχες των κοριτσιών, θα απαντήσουν εκείνες Αυτά θα τα πούνε τρεις φορές και έπειτα θα τα αφήσουν. Την άλλη ημέρα, πριν ανατείλει καλά καλά ο ήλιος, θα μαζευτούν πάλι, θα πάρουν το μπακίρι και θα λένε:- Τι ξεκλειδώνετε;- Ξεκλειδώνουμε τις τύχες των κοριτσιών, θα απαντήσουν οι άλλες. Ύστερα θα πάρει στα χέρια της η Καληνύτσα το δοχείο και θα βγάζει το ένα σημάδι μετά το άλλο, ενώ θα λέει και ένα δίστιχο. Το πρώτο θα ανήκει σε αυτήν:Σήμερα είναι τ’ Αγιαννιού, είναι μεγάλη χάρη όσα σεντούκια κι άνοιξα όλα δικά μου να ‘νι. Το βράδυ της παραμονής, στην περιοχή της Σωζοαγαθούπολης, κυριαρχούσε ένα άλλο έθιμο. Όλος ο θηλυκόκοσμος έπρεπε να πάει στη θάλασσα να βουτήξει τα πόδια του ή να κολυμπήσει και να αλληλοβρεχτεί. Συνήθιζαν ακόμη να παίρνουν ένα λιθαράκι με βρύο, που το τοποθετούσαν πίσω από την πόρτα του υπνοδωματίου τους για να «ριζώσει» το σπιτικό τους. Με την επιστροφή από τη θάλασσα άναβαν τις φωτιές που τις «πορπηδούσαν τρεις φορές κι έλεγαν «Σέμπα Καλόχρονε – Σέβα Κακόχρονε». Αν έξω από το λιμάνι εκείνη την ημέρα τύχαινε να αρμενίζει υπερπόντιο καράβι που ανήκε σε Αγαθουπολίτες, πάνω στην κουβέρτα άναβαν φωτιά και πηδούσαν όλοι οι ναύτες. Το άναμμα της φωτιάς γενικότερα είναι κατάλοιπο της πανάρχαιας ηλικιακής μαγείας και διατηρήθηκε στις γιορτές της φωτιάς σε όλο τον κόσμο.
Για τη Θρακική Εστία Εορδαίας Λεμονή Μαριάννα Κρυσταλλίδης Χρυσοβέργης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου