από το ΒΗΜΑ
του Γιώργου Μαλούχου
Μια πολύ διδακτική ιστορία: Πώς και γιατί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πήγε να τινάξει την τελευταία στιγμή στον αέρα τις διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ.
Η ιστορία που ακολουθεί, την οποία σήμερα αξίζει κανείς να επαναφέρει στη συζήτηση, συνέβη λίγο καιρό πριν από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ.
Ενώ μετά από πολλές περιπέτειες οι διαπραγματεύσεις είχαν φτάσει σε πολύ προχωρημένο στάδιο, μέσα σε μια στιγμή, βρέθηκαν απρόσμενα στο «σημείο μηδέν». Η ελληνική κοινωνία ελάχιστα τις παρακολουθούσε, δεν ενδιαφερόταν: ήταν άλλωστε ήδη κοινωνικά κυρίαρχο το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ…» και ότι αυτό με την ξέφρενη ορμή του αντιπροσώπευε. Ο Καραμανλής, ουσιαστικά μόνος, έδινε τη διπλή του μάχη: μέσα για να πείσει τους Ελληνες για την Ευρώπη και έξω για να πείσει τους ευρωπαίους για την Ελλάδα.
Ξαφνικά λοιπόν, κάποιες χώρες εγείρουν νέες απαιτήσεις σε θέματα τιμών κάποιων αγροτικών προϊόντων που ο Καραμανλής έκρινε ότι ήταν απαράδεκτες – πίσω από αυτές τις πιέσεις ίσως κρύβονταν κι άλλα κίνητρα.
Πώς αντιμετώπισε την κρίση; Κάλεσε τους πρέσβεις των κρατών μελών της ΕΟΚ στην Αθήνα και τους επέδωσε μία επιστολή του προς τους ομολόγους του των χωρών τους, καθώς και προς τον τότε πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Σε εκείνη την επιστολή, ο Καραμανλής, αφού πρώτα εξηγούσε στους ομολόγους του ότι ήδη από το 1958 είχε θέσει ως πρώτο στόχο της πολιτικής του πορείας να συνδέσει τις τύχες της Ελλάδας με εκείνες των κρατών μελών της – εμβρυακής ακόμα εκείνη την εποχή - ΕΟΚ, τους διαβεβαίωνε ότι είχε καταβάλει τεράστιες προσπάθειες να πείσει τόσο τον ελληνικό λαό όσο και τους ίδιους για αυτή την πολιτική.
Προσέθετε όμως ένα «αλλά»: το «αλλά», ήταν ότι, παρ’ όλα αυτά, του ήταν αδύνατο να παρουσιάσει, ως υπεύθυνος πολιτικός άνδρας στον ελληνικό λαό μια τέτοια επαχθή συμφωνία όπως πήγαινε να εξελιχθεί μετά τις ξαφνικές αντιδράσεις. Και κατέληγε λέγοντας ότι ήταν ανάγκη να κάνουν εκείνοι ένα μικρό βήμα πίσω, το οποίο όμως θα ήταν πολύ μεγάλο βήμα μπροστά για την Ελλάδα και το λαό της. Αν δεν το έκαναν, με πολύ μεγάλη του λύπη, θα ήταν υποχρεωμένος, έγραφε, να αποσύρει την τελευταία στιγμή και έπειτα από χρόνια διαπραγματεύσεων την αίτηση ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ!...
Ετσι, με αυτή του την επιστολή, ο Καραμανλής, με ευγένεια και σοβαρότητα, με συνείδηση του άμεσου κινδύνου, στεκόταν όρθιος ηγέτης του λαού του στον οποίο λογοδοτούσε.
Δεν απειλούσε, αλλά και δεν παρακαλούσε. Δεν εκβίαζε, αλλά και δεν εκβιαζόταν. Και, φυσικά, αναλάμβανε ένα τεράστιο προσωπικό ρίσκο, να δει εκείνο για το οποίο πράγματι πάλευε από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 να καταρρέει μπροστά στα μάτια του την τελευταία στιγμή, παίρνοντας μαζί του όχι μόνον την ελπίδα της ευημερίας, αλλά ακόμα και τα όνειρα για μια μόνιμη και σταθερή δημοκρατία στην Ελλάδα που ήταν ακόμα στα σπάργανα.
Πρέπει δε εδώ να σημειωθεί, ότι ο Καραμανλής πάλευε την πρώτη διεύρυνση της ενωμένης Ευρώπης προς το φτωχό νότο, που δεν περιλαμβανόταν αυτονόητα στη σύνθεσή της. Το έργο του ξεπερνούσε τα όρια της ελληνικής υπόθεσης…
Αποτέλεσμα: σε λίγο καιρό, υπογραφόταν η πλήρης ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Και, ας σημειωθεί παρενθετικά, ότι όταν το ελληνικό κοινοβούλιο κύρωνε τη Συνθήκη Ενταξης, το ΠΑΣΟΚ αποχωρούσε από τις εργασίες του…
Ο Καραμανλής διαπραγματεύτηκε και κέρδισε. Όπως κέρδισε, αρκετά αργότερα, τη δική του σκληρή διαπραγμάτευση για τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα ο Ανδρέας Παπανδρέου. Όπως, πριν από πολλά χρόνια, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, είχε διαπραγματευθεί την ανταλλαγή περιοχών ολόκληρων με τους πληθυσμούς τους κατά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων…
Όλα αυτά, δεν σημαίνει ότι προβάλλονται στο σήμερα. Οι συνθήκες είναι άλλες. Τα χρέη είναι δυσθεώρητα, τεράστια και ο κίνδυνος εξίσου μεγάλος και άμεσος. Φυσικά, όμως, αυτό έχει δύο πλευρές: και για τους δανειστές μας το διακύβευμα είναι πολύ πιο μεγάλο απ’ ότι ήταν για τους ηγέτες της Ευρώπης των «εννέα» αν θα γινόταν τελικά η Ευρώπη των «δέκα».
Μια χώρα δεν μπορεί παρά να διαπραγματεύεται. Σκληρά. Με διακινδύνευση. Ενίοτε μεγάλη. Ενας πρωθυπουργός, δεν μπορεί παρά να αναλαμβάνει αυτόν τον κίνδυνο. Αν δεν το κάνει, πρέπει να παραδώσει τα όπλα και, μαζί τους, τα συμφέροντα της χώρας του και κυρίως του λαού της, που σήμερα, αγγίζουν ήδη την εξασφάλιση ή μη της επιβίωσης, είτε έρθει, είτε δεν έρθει η δόση.
Εχοντας συνείδηση της κρισιμότητας των περιστάσεων, ας αποτάξουμε τον φόβο και τον πανικό. Δεν οδηγούν πουθενά. Στη διεθνή πολιτική, απαιτείται ψυχραιμία και αποφασιστικότητα. Απαιτείται επιχείρημα. Απαιτείται λογική. Και απαιτείται να κάνεις χρήση, όπου πρέπει κι όταν πρέπει, των όπλων σου, ειδικά όταν προκύπτει ότι τα φοβούνται.
Ο Γιώργος Παπανδρέου βιάστηκε να μιλήσει πρώτος για το «σαρανταπεντάρι στο τραπέζι». Όμως, δεν το πήρε ποτέ στα χέρια του. Ακόμα κι όταν ήρθαν οι άλλοι μέσα στο σπίτι του με τα μπαζούκας και τα φλογοβόλα…
Δεν υποστηρίζει κανείς ότι είναι απλό ή εύκολο, ή, ακόμα και ασφαλές. Δεν είναι τίποτα από όλα αυτά. Αλλά χωρίς αυτό, δεν γίνεται.
Ετσι, η Ελλάδα, θα έπρεπε να σταθεί περισσότερο στην πελώρια αντίφαση: των διαρκών απειλών για τη δόση από τη μία, που κλιμακώνονται και πάλι και των διαρκών αιτιάσεων από την άλλη, ότι αν πτωχεύσει θα γκρεμιστεί το… παγκόσμιο οικοδόμημα. Επιπλέον, να αξιοποιήσει ενεργά τις ήδη διαφορετικές φωνές που ξυπνούν, έστω και αργά, στην Ευρώπη.
Και να βρει τον τρόπο να πείσει ότι η διάλυση της ελληνικής κοινωνίας, που αυτή τη στιγμή ήδη συντελείται σε παραγωγικό και όχι μόνον επίπεδο επιβαλλόμενη από τους δανειστές, δεν οδηγεί πουθενά. Ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Οσο κι αν ακούγεται τρομακτικό, η Ελλάδα οφείλει να περάσει στην αντεπίθεση, να απειλήσει, όχι με επιθετικό αλλά με ξεκάθαρο τρόπο, για να διασωθεί, όσο ακόμα έχει τα όπλα να το πράξει. Ετσι κι αλλιώς, σε κάθε άλλη περίπτωση, είναι μονόδρομος ότι δεν έχει πλέον να χάσει παρά τις αλυσίδες της.
Οι πάντες σήμερα ζούμε με την αγωνία: κι αν δεν δώσουν τη δόση; Τη δόση θα τη δώσουν. Και θα τη δώσουν, διότι όταν τη δίνουν, δεν τη δίνουν. Δεν έρχεται εδώ, δεν εκταμιεύεται στην Ελλάδα, δεν πέφτει στην αγορά της, προστίθεται στο χρέος. Λογιστικά περνάει απ΄ την Ελλάδα. Αν δεν τη δώσουν, όπως οι ίδιοι παραδέχονται – και μακάρι να είναι αλήθεια – ίσως έχουν να χάσουν περισσότερα από όσο εμείς που δεν θα την «πάρουμε».
Γι' αυτό άλλωστε και η απειλή έχει έρθει κι έχει φύγει τόσες φορές μέσα σε ένα μήνα: συναίνεση αλλιώς δεν έχει δόση, ακούσαμε λ.χ. στο συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών, ή στη συζήτηση για το δημοψήφισμα και την παρέμβαση Δαμανάκη και όχι μόνον. Η συναίνεση δεν ήρθε, αλλά η δόση διακηρύχθηκε εν τω μεταξύ πολλάκις και από παντού ότι εξασφαλίστηκε.
Τώρα, με το νέο, θανατηφόρο για πολλούς Ελληνες Μεσοπρόθεσμο, ζούμε και πάλι το ίδιο. Ψυχραιμία λοιπόν: η Ελλάδα είναι ενιαία και ο λαός της το ίδιο: δεν μπορεί κάποιοι να καούν στην πυρά που έχει ανάψει για να σωθούν - δήθεν μάλιστα - οι άλλοι.
Αντί να ζούμε όλη αυτή την αγωνία για το αν θα έρθει ή όχι η παράκλητος δόση, ας ασχοληθούμε με το πώς θα πετύχουμε να συνδιάσουμε τη συνέχιση του δανεισμού με την αποφυγή της εξόντωσης της ελληνικής κοινωνίας που μέρα με τη μέρα γίνεται όλο και πιο βαθειά, πιο ανεπίστρεπτη. Ας δούμε πώς θα πετύχουμε να μην πεθάνουμε ούτε με δόση, ούτε χωρίς, αλλά πώς θα ζήσουμε. Αυτή τη συναίνεση έχουμε ανάγκη.
Ξέρουμε τι φρικτό θα γίνει αν, τελικά, όντως δεν την πάρουμε. Αλλά θα πρέπει να απαντήσουμε και σε ένα άλλο ερώτημα: τι θα γίνει όταν την πάρουμε; Γιατί αυτό είναι το αληθινό και κρίσιμο ερώτημα που πρέπει να καταφέρει να αντιμετωπίσει η ελληνική κοινωνία.
Και, με αυτό, ελάχιστα, έως καθόλου ασχολούνται οι έχοντες την ευθύνη της χώρας στα χέρια τους με την, πασίδηλα φθαρμένη από καιρό πια, εντολή του λαού. Σ΄ αυτό το ερώτημα, μία και μόνη απάντηση υπάρχει: πρέπει να καταφέρουμε, με κάθε κόστος και διακινδύνευση, να διαπραγματευτούμε και πάλι.
Αν δεν βλέπουμε μόνον το δέντρο, αλλά βλέπουμε όλο το δάσος, αντιλαμβανόμαστε πλήρως ότι κάθε άλλος δρόμος, είναι εντελώς κλειστός. Γιατί το «μετά τη δόση», όπως έχει προδιαγραφεί, είναι απλώς αβίωτο. Και θα καταπέσει με κρότο στην πράξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου